αντισυμβαλλομένου τους χρηματιστή αλλά και έναντι του αντισυμβαλλομένου τους χρηματιστή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Επενδυτή-Εντολέα τους (ευθύνη del credere). Συμφωνία που αποκλείει την ευθύνη του Μέλους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων...
ΣΥΜΒΑΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.Έννοια: Ως σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας1 ορίζεται η σύμβαση κατά την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (Μέλος του Χρηματιστηρίου) αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει έναντι αμοιβής (Προμήθεια) την παραγγελία (εντολή)
του αντισυμβαλλομένου του πελάτη (Επενδυτή – Παραγγελέα) προς αγορά ή πώληση χρηματιστιριακών πραγμάτων, καταρτίζοντας την κύρια χρηματιστηριακή σύμβαση στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό του πελάτη του ως αντιπρόσωπός του.
ΙΙ. Νομική φύση
1.Ενοχική σύμβαση: Η σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας είναι ενοχική σύμβαση επειδή με αυτήν συνιστάται ενοχικό δικαίωμα υπέρ του Παραγγελέα για την εκτέλεση της κύριας χρηματιστηριακή συναλλάγής και υπέρ του Μέλους του Χρηματιστηρίου για καταβολή της προμήθειάς του μετά την εκτέλεση της
εντολής του Παραγγελέα.
2.Υποσχετική σύμβαση: Ως ενοχική σύμβαση η χρηματιστηριακή παραγγελία είναι και υποσχετική σύμβαση με την έννοια ότι παράγει ενοχή δηλαδή υποχρέωση για το Μέλος του Χρηματιστηρίου προς κατάρτιση της κύριας
χρηματιστηριακής συναλλάγής με την αντίστοιχη απαίτηση υπέρ του Παραγγελέα και υποχρέωση για τον Παραγγελέα να καταβάλλει αμοιβή στο Μέλος του Χρηματιστηρίου για την κατάρτιση της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής.
3.Επαχθής σύμβαση: η χρηματιστηριακή παραγγελία συνιστά επαχθή σύμβαση επειδή κάθε ένας από τους συμβαλλομένους (Μέλος του Χρηματιστηρίου - Παραγγελέας) προβαίνει σε εκπλήρωση της παροχής του έναντι ανταλλάγματος το οποίο συνίσταται στην αντιπαροχή που λαμβάνει από τον άλλο συμβαλλόμενό του.
1 Xxxxxxxxx Xxxxxxxxxxxx, Η σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 11 επ..
4.Αμφοτεροβαρής σύμβαση: η χρηματιστηριακή παραγγελία συνιστά επίσης αμφοτεροβαρή σύμβαση επειδή παράγει ενοχικές υποχρεώσεις με τα αντίστοιχα ενοχικά δικαιώματα υπέρ και σε βάρος και των δύο συμβαλλομένων. Δηλαδή το Μέλος του Χρηματιστηρίου είναι οφειλέτης ως προς την σύναψη της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής και δανειστής ως προς την καταβολή της προμήθειάς του ενώ ο Επενδυτής-Παραγγελέας είναι δανειστής ως προς τη σύναψη της κύριας χρηματιστηριακής συναλλάγής και οφειλέτης ως προς την καταβολή της αμοιβής του Xxxxxx.
5.Σύμβαση Γένους: η χρηματιστηριακή παραγγελία είναι σύμβαση γένους επειδή αντικείμενό της είναι χρηματιστηριακά πράγματα (δηλαδή όλα τα αντικείμενα που τυγχάνουν διαπραγμάτευσης σε οργανωμένες χρηματιστηριακές αγορές) που αποτελούν πράγματα γένους.
6.Σύμβαση ακριβόχρονης εκπλήρωσης: κατά περίπτωση μπορεί να προκύπτει από τη συμφωνία των μερών πως η παροχή κατά τη φύση και το περιεχόμενο ης σύμβασης μπορεί να εκπληρωθεί μόνο σε ορισμένο χρονικό σημείο ή χρονικό διάστημα επειδή εκπλήρωση σε άλλο χρόνο θα ματαίωνε τον προορισμό της σύμβασης. Τότε η χρηματιστηριακή παραγγελία θα συνιστά και σύμβαση ακριβόχρονης εκπλήρωσης.
7.Χρηματιστηριακή συναλλαγή με παρεπόμενο χαρακτήρα: Χρηματιστηριακές συναλλαγές είναι οι δικαιοπραξίες που συνάπτονται χρηματιστηριακά και έχουν αντικείμενο χρηματιστηριακά πράγματα (άρθρο 15 παρ. 1 ν.3632/1928). Ο ορισμός της έννοιας των χρηματιστηριακών πραγμάτων δεν παρέχεται από το νόμο, γίνεται όμως γενικά αποδεκτό ότι χρηματιστηριακά πράγματα συνιστούν όλα τα αντικείμενα που τυγχάνουν διαπραγμάτευσης σε οργανωμένες χρηματιστηριακές αγορές. Οι χρηματιστηριακές συναλλαγές διακρίνονται σε
κύριες που είναι η πώληση της μετρητοίς και η πώληση με ειδικές συμφωνίες (άρθρο 20 παρ.1 στοιχ. α και β, ν. 1806/1988)και παρεπόμενες που είναι δικαιοπραξίες συναφείς με τη διενέργεια και εκτέλεση των κύριων χρηματιστηριακών συναλλαγών (άρθρο 20 παρ.1 στοιχ. γ, ν. 1806/1988). Οι παρεπόμενες χρηματιστηριακές συναλλαγές δεν απαριθμούνται στο νόμο αλλά θεωρείται ότι πρόκειται για βοηθητικές – υποτελείς συναλλαγές με επικουρικό – δευτερογενή χαρακτήρα σε σχέση με τις κύριες χρηματιστηριακές συναλλαγές.
Επειδή η κατάρτιση της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής της πώλησης τοις μετρητοίς συνήθως προϋποθέτει τη σύναψη της σύμβασης χρηματιστηριακής
παραγγελίας ανάμεσα στο Μέλος του Χρηματιστηρίου και τον Επενδυτή- Παραγγελέα, τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία τη χαρακτηρίζουν ως παρεπόμενη χρηματιστηριακή συναλλαγή δηλαδή σύμβαση συναφή με τη διενέργεια και εκτέλεση κύριων χρηματιστηριακών συναλλαγών.
8.Αντικειμενικά αμφιμερώς εμπορική πράξη: κατά την κρατούσα γνώμη η σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας είναι αντικειμενικά (πρωτότυπα) αμφιμερώς εμπορική πράξη δηλαδή είναι εμπορική πράξη τόσο για τον Χρηματιστηριακό Παραγγελιοδόχο όσο και για τον Επενδυτή-Παραγγελέα, συνεπώς οι συνέπειες της εμπορικότητας της πράξης επέρχονται και για τα δύο μέρη. Νομική βάση αυτής της άποψης αποτελεί το άρθρο 15 παρ.5 ν.3632/1928 που ορίζει ότι «οι χρηματιστηριακές συναλλαγές είναι εμπορικές για όλους τους
συμβαλλομένους». Επιπλέον, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρωτότυπα εμπορικής πράξης της αγοράς προς μεταπώληση, ο εμπορικός χαρακτήρας της σύμβασης παραγγελίας χρηματιστηριακών συναλλαγών μπορεί να θεμελιώνεται και στο άρθρο 2 του β.δ. 1835 περί της αρμοδιότητας των εμποροδικείων. Επίσης, η κατά σύνηθες επάγγελμα διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών εφόσον αποδεικνύεται και σκοπός βιοπορισμού μπορεί να προσδώσει στον Επενδυτή την εμπορική ιδιότητα.
9.Επενδυτική υπηρεσία: Η σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας συνιστά
επίσης την κύρια επενδυτική υπηρεσία της λήψης και εκτέλεσης για λογαριασμό επενδυτών εντολών για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα κατά το άρθρο 2 ν.2396/1996. Κατά το άρθρο 4 παρ.1 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι
«η καθ’οιοδήποτε τρόπο παροχή κύριων επενδυτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ)».
ΙΙΙ. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΛΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ2
1. Η εμπορική παραγγελία είναι η αμφοτεροβαρής σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους ο Xxxxxxxxxxxxxxx αναλαμβάνει την υποχρέωση να συνάψει μια οποιαδήποτε εμπορική πράξη με κάποιο τρίτο πρόσωπο στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό του Παραγγελέα και ο άλλος συμβαλλόμενος ο
2 Xxxxxxxxx Xxxxxxxxxxxx, όπ.π. σελ. 19 επ.
Παραγγελέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει στον Παραγγελιοδόχο αμοιβή (Προμήθεια) και τα βάρη της συναπτέας δικαιοπραξίας. Η συμβατική σχέση Παραγγελέα – Παραγγελιοδόχου ονομάζεται σχέση καλύψεως ενώ η σχέση Παραγγελιοδόχου – Τρίτου εκτελεστική σύμβαση. Όμως, η χρηματιστηριακή παραγγελία δεν αφορά την επιχείρηση οποιασδήποτε εμπορικής πράξης αλλά αποκλειστικά και μόνο την κατάρτιση κύριων χρηματιστηριακών συναλλαγών (εκτελεστικές της χρηματιστηριακής παραγγελίας συμβάσεις).
2. Χρηματιστηριακός Παραγγελιοδόχος μπορεί να είναι μόνο μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών.
3. Η χρηματιστηριακή παραγγελία έχει ως αντικείμενο μόνο χρηματιστηριακά πράγματα
4. Το μέλος οφείλει να εκτελέσει την παραγγελία με τη σύναψη της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής και δεν επιτρέπεται η αυτοεκτέλεση της παραγγελίας με αυτοσύμβαση αντί για την κατάρτιση της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής.
5. Η εκκαθάριση των χρηματιστηριακών συναλλαγών δεν γίνεται μεταξύ των μελών του ΧΑ αλλά από το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών (ΚΑΑ).
6. Ενώ η εμπορική παραγγελία είναι στην πραγματικότητα περίπτωση έμμεσης αντιπροσωπείας και τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας που καταρτίζει ο Παραγγελιοδόχος στο όνομά του με το τρίτο πρόσωπο επέρχονται άμεσα σε
αυτόν και εν συνεχεία με άλλη δικαιοπραξία τα αποτελέσματα μεταφέρονται στον Παραγγελέα, στη χρηματιστηριακή παραγγελία τα αποτελέσματα των κύριων χρηματιστηριακών (εκτελεστικών της παραγγελίας) συναλλαγών επέρχονται
αυτοδικαίως στο πρόσωπο του Xxxxxxxx-Παραγγελέα με βάση είτε τη θεωρία της δικαιοπραξίας στο όνομα εκείνου που αφορά η εμπράγματη – εκποιητική δικαιοπραξία είτε την προαντιφώνηση νομής.
7. Στη χρηματιστηριακή παραγγελία τα Μέλη του ΧΑ υπέχουν εγγυητική ευθύνη όχι μόνο έναντι των Παραγγελέων τους για την εκπλήρωση του
αντισυμβαλλομένου τους χρηματιστή αλλά και έναντι του αντισυμβαλλομένου τους χρηματιστή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Επενδυτή-Εντολέα τους (ευθύνη del credere). Συμφωνία που αποκλείει την ευθύνη του Μέλους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Παραγγελέα-Εντολέα του είναι άκυρη.
8. Εάν ο Επενδυτής δεν εκτελέσει την υποχρέωσή του από εντολή αγοράς
μετοχών προς το Μέλος του ΧΑ και αυτό δεν έχει συμφωνήσει σύμβαση παροχής
πίστωσης με τον Παραγγελέα, το Μέλος του ΧΑ έχει υποχρέωση να προβεί σε συγκεκριμένη προθεσμία στην υποχρεωτική εκκαθάριση της συναλλαγής.
9. Η σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας διέπεται από κανόνες ιδιωτικού αλλά και δημοσίου δικαίου που έχουν να κάνουν με την κρατική εποπτεία των καταρτιζόμενων στο ΧΑ συναλλαγών. Δικαιολογητική βάση της κρατικής
εποπτείας αποτελεί η αυξημένη σημασία που έχει η εύρυθμη λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς για την οικονομική ζωή της χώρας. Το ΧΑ αποτελεί ΝΠΔΔ με την εταιρική μορφή της Ανώνυμης Εταιρίας και επωνυμία
«Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ΑΕ»(ν.2324/1995). Βάσει του ν.3152/2003 αποκλειστικός φορέας άσκησης της κρατικής εποπτείας επί της χρηματιστηριακής αγοράς ορίσθηκε το ΝΠΔΔ με την επωνυμία Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (ΕΚ).
10. Η σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας σε αντίθεση με την απλή εμπορική παραγγελία υπόκειται σε ευνοϊκό καθεστώς φορολόγησης.
IV.ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ
Καταρχάς στη σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας εφαρμόζεται το Χρηματιστηριακό Δίκαιο το οποίο είναι Αναγκαστικό δίκαιο. Ακολούθως, διέπεται από τα άρθρα 90 επ. Ε.Ν. ως ειδικότερη μορφή εμπορικής παραγγελίας
ενώ ως αμφοτεροβαρής σύμβαση διέπεται από τις διατάξεις περί αμφοτεροβαρών συμβάσεων εάν δεν συντρέχουν ειδικότερες ρυθμίσεις. Κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη η χρηματιστηριακή παραγγελία συνιστά σύμβαση έργου. Άλλες
γνώμες τη χαρακτηρίζουν έμμισθη εντολή, σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Κατά την κρατούσα στη νομολογία γνώμη συνιστά σύμβαση
έμμισθης εντολής (ΑΚ 713 επ.).
V.ΤΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ
1.Ο ΠΑΡΑΓΓΕΛΕΑΣ3: Το πρώτο συμβαλλόμενο μέρος είναι ο Παραγγελέας - Επενδυτής δηλαδή κάθε πρόσωπο που συναλλάσεται σε αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων και διαμορφώνει με τη συμπεριφορά του τη
λειτουργία της.
Οι Επενδυτές ανάλογα με το κριτήριο διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες οι βασικότερες από τις οποίες είναι οι εξής:
(α) Θεσμικοί και Ιδιώτες επενδυτές: θεσμικοί επενδυτές (institutional investors) είναι εξειδικευμένοι οργανισμοί με βασικό αντικείμενο εργασιών τη διαχείρηση μεγάλου ύψους κεφαλαίων είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό τρίτων. Όσοι δεν είναι θεσμικοί είναι Ιδιώτες επενδυτές.
(β) Έμπειροι και Άπειροι επενδυτές: εδώ κριτήριο είναι η επαρκής ή μη γνώση του αντικειμένου των επενδυτικών υπηρεσιών λόγω της επαγγελματικής
ιδιότητας του προσώπου στο οποίο παρέχεται η κύρια ή παρεπόμενη επενδυτική υπηρεσία
(γ) Ριψοκίνδυνοι-Κερδοσκόποι και Συντηρητικοί επενδυτές: Ριψοκίνδυνοι είναι όσοι επιχειρούν κινδυνώδεις βραχυπρόθεσμες συναλλαγές με στόχο το άμεσο
κέρδος ενώ Συντηρητικοί όσοι αναλαμβάνουν το μικρότερο δυνατό επενδυτικό κίνδυνο.
3 Xxxxxxxxx Xxxxxxxxxxxx, όπ. π. σελ. 61επ..
(δ) Επενδυτές που διενεργούν μεγάλο όγκο συναλλαγών και Μικροεπενδυτές. Ο Xxxxxxxxxxx κατά την κρατούσα στη θεωρία γνώμη έχει την ιδιότητα του καταναλώτή. Η θέση αυτή είναι σύμφωνη με το σκοπό του δικαίου του
καταναλωτή ο οποίος συνίσταται στην προστασία του ασθενέστερου
συμβαλλομένου ο οποίος είναι συνήθως ο Παραγγελέας επειδή βρίσκεται σε αδυναμία να κατανοήσει την πολυπλοκότητα των χρηματιστηριακών συναλλαγών. Πάντως, η υπαγωγή του Επενδυτή στην έννοια του καταναλωτή πρέπει να κρίνεται ad hoc με συνολική στάθμιση των ιδιαιτεροτήτων κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.
2.Ο XXXXXXXXXXXXXXXX XXXXXXXXXXXXXXX0
Αντισυμβαλλόμενος του Επενδυτή μπορεί να είναι μόνο Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) που είναι ταυτόχρονα και μέλη του χρηματιστηρίου. Μέλη του Χρηματιστηρίου καταρχάς μπορεί να είναι Ανώνυμες Χρηματιστηριακές Εταιρίες (ΑΧΕ) και πιστωτικά ιδρύματα. Οι
Χρηματιστηριακές εταιρίες ιδρύονται με τη νομική μορφή της Ανώνυμης Εταιρίας και κύριο αντικείμενο της δραστηριότητάς της αποτελεί είναι η
διεξαγωγή χρηματιστηριακών συναλλαγών. Επίσης, μέλη του Χρηματιστηρίου μπορούν να γίνουν και Κοινοτικές ΕΠΕΥ που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα ενώ Μη Κοινοτικές (Εξωτικές) ΕΠΕΥ για να γίνουν μέλη του Χρηματιστηρίου πρέπει να έχουν νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και να τους έχει χορηγήσει άδεια η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
VI. ΣΥΝΑΨΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ5
1. Καταρχάς, η σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας συνάπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Η πρόταση μπορεί να προέρχεται είτε από τον Παραγγελέα είτε από το Μέλος του ΧΑ. Συνήθως εκπορεύεται από τον Επενδυτή. Η αποδοχή της πρότασης από το Μέλος του ΧΑ μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Ιδιαιτερότητα συνιστά το ότι επειδή εδώ προτεραιότητα έχει η γρήγορη εκτέλεση
4 Xxxxxxxxx Xxxxxxxxxxxx, όπ.π. σελ. 86 επ..
5 όπ.π. σελ. 95 επ..
της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής συνάγεται παραίτηση του Παραγγελέα από το άρθρο 192 ΑΚ που ορίζει ότι η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει σε αυτόν που πρότεινε η δήλωση αποδοχής της πρότασής του.
Επιπρόσθετα, τη σύναψη της σύμβασης χρηματιστηριακής παραγγελίας διέπουν διοικητικής φύσεως διατάξεις, αυτές του Κώδικα Δεοντολογίας κατά τον οποίο τα μέλη έχουν υποχρέωση κατάρτισης αναλυτικής σύμβασης με τους Παραγγελείς και υποχρέωση ενημέρωσης των παραγγελέων πριν την κατάρτιση της σύμβασης χρηματιστηριακής παραγγελίας. Η πρώτη υποχρέωση συνήθως εκπληρώνεται με την κατάρτιση σύμβασης πλαισίου (σύμβαση μανδύας) η οποία αποκαλείται
γενική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και η οποία προσδιορίζει το πλαίσιο και τον τρόπο κατάρτισης των επιμέρους μελλοντικών συμβάσεων χρηματιστηριακής παραγγελίας. Η δεύτερη σημαίνει πως το Μέλος του ΧΑ οφείλει να γνωστοποιεί κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων το καθεστώς
λειτουργίας της και τις υπηρεσίες που παρέχει ώστε να είναι δυνατή η διάκρισή του από άλλες εταιρίες παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.
Τέλος, επειδή ως υποκείμενα των κύριων χρηματιστηριακών συναλλαγών δύνανται να είναι μόνο Μέλη του ΧΑ, γίνεται αποδεκτό πως τα Μέλη έχουν υποχρέωση σύναψης σύμβασης με όλους τους Επενδυτές που επιθυμούν να καταρτίσουν κύριες χρηματιστηριακές συναλλαγές.
2. Τύπος: η γενική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών υπόκειται σε έγγραφο τύπο που δεν είναι ούτε αποδεικτικός ούτε συστατικός αλλά απλώς
αποσκοπεί στην ενημέρωση του Παραγγελέα και στην άσκηση ελέγχου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η μη τήρησή του δεν επηρεάζει το κύρος της γενικής σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών η οποία παραμένει έγκυρη αλλά συνεπάγεται διοικητικές κυρώσεις εις βάρος της ΕΠΕΥ. Οι επί μέρους συμβάσεις χρηματιστηριακής παραγγελίας είναι άτυπες.
3. Κύρος της σύμβασης χρηματιστηριακής παραγγελίας: η ακυρότητα και η ακυρωσία κρίνονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του ΑΚ.
(α) Ακυρωσία: λόγοι ακυρωσίας είναι η πλάνη(140 ΑΚ), η απάτη (147 ΑΚ) και η απειλή (150 ΑΚ) που μπορεί να συντρέχουν στο πρόσωπο τόσο του Παραγγελέα όσο και του Μέλους του ΧΑ.
(β) Ακυρότητα: λόγοι ακυρότητας είναι η ιδίως η παράβαση απαγορευτικών διατάξεων νόμου (174 ΑΚ) δηλαδή κανόνων δημοσίας τάξεως (3 ΑΚ) και η αντίθεση στα χρηστά ήθη ( 178-179 ΑΚ).
VII. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΧΑ6:
Οι υποχρέωσεις του χρηματιστηριακού παραγγελιοδόχου διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) Συμβατικές:
(1) Κατάρτιση της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής:
είναι η βασική συμβατική υποχρέωση του Μέλους. Το Μέλος είναι υποχρεωμένο να μην εκτελεί εντολές επενδυτών που αντίκεινται σε κανόνα δικαίου ή μπορεί να διαταράξουν την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Εάν το Μέλος δεν πρόκειται να προβεί σε εισαγωγή προς εκτέλεση της εντολής του Παραγγελέα οφείλει να τον
ενημερώσει άμεσα ώστε να έχει αυτός τη δυνατότητα να αναθέσει την εντολή του σε άλλο Μέλος. Το Μέλος έχει υποχρέωση να εκτελέσει άμεσα την εντολή επειδή οι τιμές των μετοχών μεταβάλλονται συνεχώς. Όμως μερικές φορές κάποια καθυστέρηση στην εκτέλεση της εντολής μπορεί να εξυπηρετεί τα συμφέροντα
του Παραγγελέα, γι’ αυτό η υποχρέωση άμεσης εκτέλεσης ουσιαστικά συνίσταται στην υποχρέωσης εκτέλεσης σε εύλογο χρόνο από τη λήψη της ο οποίος κρίνεται ad hoc σύμφωνα με τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Εφόσον η καθυστέρηση στην εκτέλεση οφείλεται σε υπαιτιότητα του Μέλους αυτό
βαρύνεται με τη διαφορά τιμής των τίτλων. Το χρονικό διάστημα για το οποίο θα ισχύει η εντολή καταρχάς συμφωνείται από τα μέλη αλλά εάν δεν έχει συμφωνηθεί χρόνος η εντολή ισχύει μέχρι εκτελέσεως ή ανακλήσεώς της από τον Παραγγελέα. Το Μέλος εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του 717 ΑΚ μπορεί να παρεκκλίνει από την εντολή του Παραγγελέα με την έννοια ότι οφείλει να καθυστερήσει την εκτέλεση της εντολής μέχρι να ενημερώσει τον Παραγγελέα.
(2) Παράδοση – πίστωση των τίτλων στο λογαριασμό αξιών στο ΣΑΤ επί αγοράς: Η παραγγελία αγοράς ολοκληρώνεται με την παράδοση των τίτλων από το Μέλος στον Παραγγελέα. Η παράδοση των ενσώματων τίτλων γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες του εμπράγματου δικαίου ενώ η παράδοση των άυλων τίτλων με πίστωση των τίτλων στο λογαριασμό αξιών του Παραγγελέα στο
6 Xxxxxxxxx Xxxxxxxxxxxx, όπ.π. σελ. 129 επ..
Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ). Επειδή το Μέλος κατά την κατάρτιση της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής που είναι ενοχική δικαιοπραξία συμβάλλεται ως
έμμεσος αντιπρόσωπος του Παραγγελέα τα αποτελέσματα της εκτελεστικής δικαιοπραξίας δεν επέρχονται απευθείας στο όνομα του Παραγγελέα αλλά οι τίτλοι διέρχονται τουλάχιστον για μια νοητή στιγμή από την κυριότητα του
Μέλους. Αντίθετα, μετά την αποϋλοποίηση των μετοχών τα αποτελέσματα της
εκποιητικής δικαιοπραξίας επέρχονται απευθείας στο όνομα του Παραγγελέα και το Μέλος δεν αποκτά κυριότητα. Ρητά ορίζεται ότι επί άυλων ανώνυμων μετοχών μέτοχος θεωρείται ο εγγεγραμμένος στα αρχεία του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, επί ονομαστικών άυλων μετοχών μέτοχος θεωρείται ο εγγεγραμένος στα αρχεία του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (ΚΑΑ). Το ΚΑΑ αποτελεί θυγατρική εταιρία της ΕΧΑΕ και είναι επιφορτισμένη με την εκκαθάριση των κύριων χρηματιστηριακών συναλλαγών και την τήρηση του ΣΑΤ.
(3) Απόδοση του τιμήματος επί πώλησης: Η παραγγελία πώλησης ολοκληρώνεται με την απόδοση του τιμήματος που εισέπραξε το Μέλος από την κατάρτιση της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής αφού αφαιρέσει έξοδα και την προμήθειά του.
(β) Υποχρεώσεις εκ του νόμου:
(1) υποχρέωση μη εκτέλεσης εντολών που αντίκεινται σε νομο0ετικές διατάξεις: η ΕΠΕΥ υποχρεούται να ζητά συμπληρωματικές πληροφορίες ως προς την εντολή και γνωμάτευση νομικού συμβούλου σε περίπτωση που η εκτέλεσή
της προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου και εάν και μετά και από αυτές τις πληροφορίες εξακολουθεί να διατηρεί επιφυλάξεις ως προς τη νομιμότητα της εντολής οφείλει να απέχει από την εκτέλεσή της. Επιπλέον, τα Μέλη έχουν υποχρέωση7 να μην εκτελούν εντολές που αποσκοπούν σε χειραγώγηση αγοράς όπως όταν ένα ή πρόσωπα επιδιώκουν με τη συμπεριφορά τους να εξασφαλίσουν δεσπόζουσα θέση στην προσφορά ή ζήτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με αποτέλεσμα τον τεχνητό προσδιορισμό της τιμής αγοράς ή πώλησης
διαβιβάζοντας ψευδείς εντολές αγοράς μετοχών ή συνάπτοντας
προσυννενοημένες συναλλαγές.Επίσης, το Μέλος είναι υποχρεωμένο να μην εκτελεί εντολές που βασίζονται σε προνομιακή – εμπιστευτική πληροφόρηση
δηλαδή πληροφόρηση8 που είναι κρυφή και η δημοσιοποίησή της θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τη διαμόρφωση των τιμών των μετοχών, ώστε ένας συνετός επενδυτής θα την αξιολογούσε ως ουσιώδη κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων. Παράβαση αυτής της υποχρέωσης συνεπάγεται για το Μέλος
διοικητικές κυρώσεις. Τέλος, το Μέλος είναι υποχρεωμένο να μην εκτελέσει εντολή αγοράς του Παραγγελέα εάν ο λογαραρισμός αυτού απεικονίζει χρεωστικό υπόλοιπο.
(2) Υποχρέωση ενημέρωσης και λογοδοσίας προς τον Παραγγελέα: η υποχρέωση αυτή του Μέλους θεμελιώνεται καταρχάς στις γενικές διατάξεις των άρθρων 718 ΑΚ, 303 ΑΚ, 902 ΑΚ. Ο Κώδικας Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ(άρθρο
4.2. δ, ε) προβλέπει ότι τα Μέλη πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η διαρκής και τακτική ενημέρωση των παραγγελέων για σημαντικά γεγονότα που αφορούν τις παρεχόμενες προς τους πελάτες τους υπηρεσίες. Σκοπός είναι της ενημέρωσης και λογοδοσίας είναι να διασφαλισθεί η ροή των πληροφοριών σχετικά με την κίνηση του χρηματιστηριακού λογαριασμού προς τον Παραγγελέα.
(3) Ex lege del credere ευθύνη του Xxxxxx: Στην απλή εμπορική παραγγελία ο Παραγγελιοδόχος ευθύνεται έναντι του Παραγγελέα για την εκπλήρωση των
7 Άρθρο 7 παρ.2 α ν. 3340/2005.
8 Άρθρο 6 ν 3340/2005.
υποχρεώσεων του τρίτου (del credere ευθύνη ή ασφαλιστήριος ρήτρα ή
εγγυητική ευθύνη). Στη σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας η ευθύνη του Μέλους αποτελεί ιδιαίτερη μορφή εγγυητικής ευθύνης επειδή αφενός
προβλέπεται στο νόμο9, αφετέρου έχει διττό περιέχομενο δηλαδή το Μέλος ευθύνεται τόσο έναντι του Παραγγελέα για την εκπλήρωση του
αντισυμβαλλόμενου χρηματιστή όσο και έναντι του αντισυμβαλλόμενου χρηματιστή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Παραγγελέα. Η εγγυητική ευθύνη του Μέλους συνιστά αναγκαστικό κανόνα δικαίου. Η ευθύνη αυτή του Xxxxxx δικαιολογείται επειδή οι Παραγγελείς δεν συμβάλλονται οι ίδιοι με τα Μέλη του ΧΑ αλλά και επειδή συμβάλλει στη διάσφαλιση της εύρυθμης
λειτουργίας της αγοράς. Ως προς τη νομική της φύση η ex lege del credere ευθύνη του Xxxxxx χαρακτηρίζεται ως ιδιότυπη μορφή εγγύησης. Οι διαφορές της από
τη σύμβαση εγύησης έγκειται στο ότι παρέχεται χωρίς να υπάρχει κύρια οφειλή του αντισυμβαλλόμενου Μέλους έναντι του Παραγγελέα, έχει χαρακτήρα αμφοτεροβαρούς σύμβασης επειδή παρέχεται στο πλαίσιο της σύμβασης
Παραγγελίας και το μέλος δεν δικαιούται να προβάλλει κατά του Παραγγελές την ένσταση διζήσεως.Ο χαρακτηρισμός της εγγυητικής ευθύνης του Xxxxxx ως ιδιότυπης σύμβασης εγγύησης έχει ως αποτέλεσμα πως το Μέλος απαλλάσεται σε περίπτωση που η μη εκτέλεση της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής δεν ανάγεται σε υπαιτιότητα του αντισυμβαλλομένου του επειδή η ευθύνη του Μέλους είναι επικουρική και παρεπόμενη σε σχέση με την ευθύνη του
αντισυμβαλλόμενου Μέλους.
(4) Υποχρέωση εμπιστευτικότητας – μη ανακοίνωσης του ονόματος του εντολέα: Η υποχρέωση αυτή πηγάζει από το άρθρο 19 παρ. 1 ν. 3632/1928 που ορίζει ότι «ο χρηματιστής υποχρεούται να μην ανακοινώνει προς τον
αντισυμβαλλόμενο χρηματιστή το όνομα του εντολέα του εκτός εάν αυτός ρητά το επέτρεψε» και συνιστά εκδήλωση του επαγγελματικού απορρήτου του Μέλους. Η υποχρέωση αυτή καλύπτει το όνομα του Xxxxxxxx και τις χρηματιστηριακές συναλλαγές που έχει διενεργήσει μέσω του Μέλους. Η υποχρέωση
εμπιστευτικότητας ισχύει τόσο έναντι του αντισυμβαλλόμενου χρηματιστή όσο και έναντι τρίτων προσώπων εκτός όμως από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
9 Άρθρο 19 παρ. 2 ν. 3632/1928.
(5) Υποχρέωση επαρκούς εσωτερικής οργάνωσης: η υποχρέωση αυτή συνιστά προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας από την Επιτροπή
Κεφαλαιαγοράς και σημαίνει πως η ΕΠΕΥ πρέπει να διαθέτει ορθολογική διοικητική οργάνωση, αποτελεσματικούς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου των πράξεων που διενεργούν τα πρόσωπα της εταιρίας, μηχανισμούς που διασφαλίζουν την προστασία των τίτλων και κεφαλαίων των πελατών και οργάνωση που ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο βλάβης των συμφερόντων των
πελατών10.
(γ) Υποχρεώσεις από την καλή πίστη: Το Μέλος έχει υποχρέωση να
προστατεύει τα συμφέροντα των επενδυτών επειδή η σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας είναι σύμβαση εμπιστοσύνης που επιτάσσει το Μέλους να ενεργεί μόνο μέσα στα πλαίσια της εντολής του Επενδυτή. Από την καλή πίστη συνάγεται η υποχρέωση του Μέλους να ενημερώσει τον Xxxxxxxxxx όταν δεν έχει τη
δυνατότητα να εκτελέσει τις εντολές που του έχει διαβιβάσει ο Xxxxxxxxxxx, να μην ακολουθεί τις εντολές του Παραγγελέα όταν τα γεγονότα που αποτέλεσαν τη βάση των αποφάσεων του έχουν μεταβληθεί και ο Παραγγελέας το αγνοεί, να
εκτελέσει την παραγγελία με τον συμφερότερο για τον Xxxxxxxxxx τρόπο. Ως προς την παροχή σε διαρκή βάση πληροφοριών και επενδυτικών συμβουλών το Μέλος δεν έχει καταρχάς τέτοια υποχρέωση εκτός εάν έχει συνάψει με τον Παραγγελέα ιδιαίτερη σύμβαση παροχής πληροφοριών ή επενδυτικών
συμβουλών. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να θεμελιώνεται από την καλή πίστη υποχρέωση προειδοποίησης του Παραγγελέα για την επικινδυνότητα της σκοπούμενης από αυτόν συναλλαγής, η οποία θα προκύπτει και από τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Xxxxxx και Παραγγελέα αλλά και από την υποχρέωση πίστης που υπέχει το Μέλος έναντι του Παραγγελέα.
VIII. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΕΛΕΑ11:
Οι υποχρεώσεις του Παραγγελέα διακρίνονται σε:
(α) Συμβατικές:
(1) υποχρεώση καταβολής αμοιβής: Ο Xxxxxxxxxxx έχει υποχρέωσει να
καταβάλλει αμοιβή στο Μέλος για την εκτέλεση της εντολής που αποκαλείται και
«εργολαβικό αντάλλαγμα» ή προμήθεια. Για τη θεμελίωση της υποχρέωσης αυτής
10 Απ. 6161/15.10.1996 ΕΚ.
11 Xxxxxxxxx Xxxxxxxxxxxx, όπ.π. σελ. 211 επ..
δεν χρειάζεται ειδική συμφωνία αλλά αρκεί η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης χρηματιστηριακής παραγγελίας και η εκτέλεση της παραγγελθείσας κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής. Εάν η κύρια χρηματιστηριακή συναλλαγή δεν ολοκληρωθεί ή εάν ο Παραγγελέας ανακαλέσει την εντολή, όπως ελεύθερα μπορεί, δεν γεννάται δικαίωμα αμοιβής για το Μέλος. Μερική εκτέλεση της
εντολής συνεπάγεται για το Μέλος δικαίωμα καταβολής αμοιβής ανάλογης με τη συναλλαγή που εκτελέστηκε. Το ύψος, ο χρόνος και ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής συμφωνείται ελεύθερα από τον Επενδυτή και το Μέλος. Συνήθως, η αμοιβή καταβάλλεται μετά την κατάρτιση της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής.
(2) Υποχρέωση απόδοσης δαπανών για την κανονική εκτέλεση της εντολής: Ο Xxxxxxxxxxx έχει υποχρέωση να αποδώσει στο Μέλος τις δαπάνες για την κανονική εκτέλεση της εντολής (722 ΑΚ). Προϋποθέσεις για τη γέννηση αυτής της υποχρέωσης είναι (α) η εντολή να εκτελέστηκε κανονικά και (β) η αναγκαιότητα των γενομένων δαπανών για την κανονική εκτέλεση της εντολής.
Ως δαπάνη νοείται κάθε αναγκαία προς το σκοπό κανονικής εκτέλεσης της εντολής περιουσιακή παροχή του Μέλους που διενεργείται προς το σκοπό
εκτέλεσης της παραγγελθείσας συναλλαγής. Το αναγκαίο της δαπάνης εκτιμάται κατά τη στιγμή που εκτελείται η παραγγελία. Ως αναγκαίες δαπάνες νοούνται τα απαραίτητα μέσα που πρέπει να παρασχεθούν στο Μέλος για την εκτέλεση της παραγγελίας. Στη σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας απαραίτητα μέσα συνιστούν σε περίπτωση αγοράς μετοχών η καταβολή του τιμήματος ενώ σε
περίπτωση πώλησης μετοχών η παράδοση των μετοχικών τίτλων. Όταν πρόκειται για εντολή αγοράς μετοχών ο Xxxxxxxxxxx οφείλει να καταβάλλει στο Μέλος το τίμημα πριν την εκτέλεση της κύριας
χρηματιστηριακής συνναλλαγής (προκαταβολή του τιμήματος - 721 ΑΚ). Η προκαταβολή του τιμήματος δεν συνιστά για τον Xxxxxxxxxx εξαναγκαστή υποχρέωση αλλά βάρος η μη συμμόρφωση προς το οποίο καθιστά τον Παραγγελέα υπερήμερο δανειστή (351 ΑΚ). Εάν το τίμημα δεν έχει προκαταβληθεί και δεν έχει συμφωνηθεί μεταξύ Παραγγελέα και Μέλους
πίστωση του τιμήματος, το Μέλος δεν υποχρεούται να εκτελέσει την παραγγελία με δικά του χρήματα αλλά δικαιούται είτε να αρνηθεί την εκτέλεση της εντολής είτε να καταγγείλει τη σύμβαση παραγγελίας, εφόσον πρώτα ενημερώσει τον Παραγγελέα για την υποχρέωση προκαταβολής του τιμήματος είτε ακόμα και να
εκτελέσει την εντολή με δικές του δαπάνες επειδή καμία διάταξη νόμου δεν απαγορεύει την αγορά μετοχών για λογαριασμό Παραγγελέα εάν αυτός δεν έχει προκαταβάλλει το τίμημα. Το άρθρο 721 ΑΚ θεσπίζει υποχρέωση – βάρος μόνο για τον εντολέα και όχι για τον εντολοδόχο. Συνεπώς, το Μέλος δικαιούται να
εκτελέσει την εντολή ακόμα και αν ο Xxxxxxxxxxx δεν έχει προκαταβάλλει τις απαιτούμενες δαπάνες και να αναζητήσει ό, τι δαπάνησε κατά το άρθρο 722 ΑΚ. Ο ν. 2843/2000 που ρυθμίζει την παροχή πιστώσεων από τα μέλη για την αγορά μετοχών ορίζει ότι σε περίπτωση κατάρτισης χρηματιστηριακής συναλλαγής τοις μετρητοίς, ο εντολέας υποχρεούται να καταβάλλει στο Μέλος το τίμημα μέσα στην προθεσμία εκκαθάρισης των συναλλαγών του άρθρου 20 ν. 3632/1928 δηλαδή μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες. Εάν ο Xxxxxxxxxxx δεν εξοφλήσει εξ ολοκλήρου το τίμημα εντός των τριών εργασίμων ημερών και δεν έχει συμφωνηθεί παροχή πίστωσης από το Μέλος, το Μέλος οφείλει (α) να προβεί σε εκποίηση των μετοχών για την αγορά των οποίων ο Xxxxxxxxxxx δεν έχει
καταβάλλει το τίμημα την επόμενη εργάσιμη ημέρα από τη λήξη της τριήμερης προθεσμίας και (β) να μην προβεί σε άλλη αγορά κινητών αξιών για λογαριασμό του Παραγγελέα μέχρι την πλήρη εξόφληση του τιμήματος.
Εάν πρόκειται για εντολή πώλησης μετοχών ο Xxxxxxxxxxx έχει υποχρέωση να παραδώσει στο Μέλος τους μετοχικούς τίτλους κατά τη σύναψη της σύμβασης παραγγελίας και πριν την κατάρτιση της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής εκτός εάν υπάρχει διαφορετική συμφωνία. Η παράδοση γίνεται με την παροχή από τον Παραγγελέα στο Μέλος εξουσιοδότησης προς χρήση του λογαριασμού
αξιών του που τηρείται στο ΣΑΤ και στον οποίο είναι πιστωμένοι οι προς πώληση τίτλοι. Η υποχρέωση αυτή πηγάζει από το άρθρο 721 ΑΚ αλλά και από το ν.
3632/1928 ο οποίος απαγορεύει την ανοικτή πωλήση δηλαδή την κατάρτιση από το Μέλος χρηματιστηριακής σύμβασης πώλησης κινητών αξιών για λογαριασμό Παραγγελέα ο οποίος κατά το χρόνο που παρέχει την εντολή δεν έχει στην κυριότητά του ελεύθερες βαρών τις κινητές αξίες στις οποίες αφορά η
παραγγελία. Παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνεπάγεται πρόστιμο σε βάρος του Μέλους.
Επίσης, ο Xxxxxxxxxxx έχει υποχρέωση να αποδώσει στο Μέλος και κάθε άλλη δαπάνη που είναι απαραίτητη για την κανονική εκτέλεση της εντολής π.χ. φόροι, μεταβιβαστικά έξοδα.
(3) Υποχρέωση ανόρθωσης της ζημίας: Ο Xxxxxxxxxxx έχει υποχρέωση κατά το άρθρο 723 ΑΚ να ανορθώσει κάθε ζημία που υπέστη το Μέλος χωρίς πταίσμα
του κατά την εκτέλεση της εντολής, εφόσον υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημίας και εντολής.
(β) Υποχρεώσεις που απορρέουν από την καλή πίστη: Ο Xxxxxxxxxxx έχει υποχρέωση από την καλή πίστη να λαμβάνει υπόψη του τα συμφέροντα του Xxxxxx λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που ιδρύει η σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας.
(γ) Υποχρέωση προβολής αντιρρήσεων: Η ελληνική έννομη τάξη δεν προβλέπει γενική ρύθμιση ως προς το αν ο Παραγγελέας κατά την ενημέρωσή του από το Μέλος έχει υποχρέωση να προβάλλει σε εύλογο χρόνο αντιρρήσεις εάν κρίνει πως η κίνηση του χρηματιστηριακού του λογαριασμού δεν ανταποκρίνεται στις
εντολές του. Κατά νομική ακριβολογία η προβολή αντιρρήσεων συνιστά βάρος του Παραγγελέα και όχι υποχρέωσή του. Οι συνέπειες από τη μη προβολή
αντιρρήσεων μπορεί να είναι ανάλογα με την περίπτωση είτε τεκμήριο σύμφωνης με τις εντολές του Παραγγελέα εκπλήρωσης της παροχής του Μέλους είτε
θεμελίωση συνυπαιτιότητας του Παραγγελέα στην επέλευση της ζημίας του είτε πλασματική σιωπηρή έγκριση των συναλλαγών που διενεργήθηκαν από το Μέλος ακόμα και αν αυτές παρουσιάζουν απόκλιση απότις εντολές του. Πάντως, το
ζήτημα συνήθως διευθετείται συμβατικά μεταξύ το Μέλους και του Παραγγελέα.
IX. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΛΟΥΣ12:
(1) Προσωπικό: Αποτελείται από τα πρόσωπα που συνδέονται με το Μέλος είτε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είτε με σύμβαση έργου. Ειδικές
κατηγορίες αποτελούν οι χρηματιστηριακοί εκπρόσωποι και οι αντικρυστές.
Οι χρηματιστηριακοί εκπρόσωποι εκπροσωπούν το Μέλος κατά την
κατάρτιση των χρηματιστηριακών συναλλαγών. Οι αντικρυστές είναι ειδικοί εμπορικοί πληρεξούσιοι που επικουρούν τους χρηματιστηριακούς
εκπροσώπους στο έργο τους.
(2) Συνεργάτες: Είναι τα πρόσωπα που δεν ανήκουν στο προσωπικό του Xxxxxx και με τα οποία συνεργάζεται για την παροχή των υπηρεσιών του π.χ.
δικηγόροι. Κύριοι συνεργάτες του Μέλους είναι τα πρόσωπα που λαμβάνουν
12 Xxxxxxxxx Xxxxxxxxxxxx, όπ.π. σελ. 315 επ..
και διαβιβάζουν εντολές επενδυτών για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα όπως είναι οι Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ) οι οποίες μπορούν επίσης να παρέχουν και
επενδυτικές συμβουλές. Μεταξύ ΑΕΕΔ, Παραγγελέα και Μέλους δημιουργείται μία τριγωνική σχέση.
Η νομική σχέση ΑΕΕΔ – Παραγγελέα διακρίνεται σε εσωτερική – βασική και εξωτερική. Η εσωτερική σχέση συνιστά σύμβαση εντολής με αντικείμενο τη λήψη και διαβίβαση εντολών του Παραγγελέα προς το Μέλος και διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ για την εντολή και την Εγκύκλιο 6/15.6.1999 ΕΚ. Η σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως ο έγγραφος τύπος όμως δεν είναι ούτε συστατικός ούτε αποδεικτικός και μη τήρησή του συνεπάγεται διοικητικές κυρώσεις για την ΑΕΕΔ. Η ΑΕΕΔ δεν εισπράττει προμήθεια από τον
Παραγγελέα αλλά από το Μέλος. Η εντολή του Xxxxxxxxxx προς την ΑΕΕΔ δεν υπόκειται σε έγγραφο τύπο. Η εξωτερική σχέση συνιστά πληρεξουσιότητα για την κατάρτιση σύμβασης χρηματιστηριακής παραγγελίας και διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ για την αντιπροσώπευση.
Η νομική σχέση ΑΕΕΔ – Μέλους αποτελεί σύμβαση εμπορικής μεσιτείας και εφόσον η ΑΕΕΔ ενεργεί ως αντιπρόσωπος του Μέλους σύμβαση
πρακτορειακής (αντιπροσωπευτικής) διαμεσολάβησης. Οι ΑΕΕΔ δεν αναλαμβάνουν υποχρεώσεις για δικό τους λογαριασμό. Η συμβατική σχέση ΑΕΕΔ – Μέλους υπόκειται σε έγγραφο τύπο όπως η συμβατική σχέση ΑΕΕΔ
– Παραγγελέα.
Οι ΑΕΕΔ είναι ανεξάρτητοι επιχειρηματίες. Ευθύνη του Xxxxxx για πράξεις ή παραλείψεις των ΑΕΕΔ μπορεί να θεμελιωθεί εάν οι ΑΕΕΔ ενεργούν ως αντιπρόσωποι του Μέλους.
X. ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΜΕΛΟΥΣ13:
(1) Ενδοσυμβατική ευθύνη: Η ενδοσυμβατική ευθύνη του Μέλους ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ΑΚ περί εντολής και τις γενικές διατάξεις
του ΑΚ για την ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής στις αμφοτεροβαρής συμβάσεις.
Η απόκλιση από την εντολή ρυθμίζεται από το 717 ΑΚ ενώ η αδυναμία εκπλήρωσης και η υπερημερία από τις γενικές διατάξεις του ΑΚ.
13 Xxxxxxxxx Xxxxxxxxxxxx, όπ.π. σελ. 339 επ.
(2) Αδικοπρακτική ευθύνη: Για να θεμελιωθεί αδικοπρακτική ευθύνη του Xxxxxx απαιτείται παράνομη πράξη του Xxxxxx, ζημία του Παραγγελέα και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παρανόμης πράξης και ζημίας. Η παρανομία κατά το 914 ΑΚ προϋποθέτει παράβαση προστατευτικού κανόνα δικαίο.
Παράδειγμα αδικοπραξίας του μέλους αποτελεί η παράνομη ιδιοποίηση από το Μέλος των χρημάτων ή τίτλων του Παραγγελέα.
(3) Το Μέλος έχει επίσης ευθύνη κατά το ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλώτή.
(4) Ex lege del credere ευθύνη του Xxxxxx.
XI. ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ14: η σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας λύεται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του Αστικού δικαίου, ιδίως με τις διατάξεις των άρθρων για τη σύμβαση εντολής και τη σύμβαση έργου.
Οι λόγοι λύσης της σύμβασης χρηματιστηριακής παραγγελίας είναι οι εξής:
(1) Εκτέλεση της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής και απόδοση στον Παραγγελέα των τίτλων σε αγορά ή του τιμήματος σε πώληση μετοχών (ομαλή λύση της σύμβασης) (2) συμφωνία των μερών (3) σύγχυση (4) ανανέωση (5) Πάροδος του συμφωνημένου χρόνου η πλήρωση αίρεσης (6) οριστική αδυναμία του Xxxxxx να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του (7) υπανάχωρηση (8) καταγγελία (9) Πτώχευση του Μέλους.
Μηχανισμοί προστασίας15 του Παραγγελέα σε περίπτωση που το μέλος τελεί σε οριστική αδυναμία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του είναι (α) το
Επικουρικό Κεφάλαιο Εκκαθάρισης ΧΑ: είναι ομάδα περιουσίας που
διαχειρίζεται το ΧΑ για την άμεση κάλυψη οφειλών προς μέλη του ΧΑ λόγω μη εμπρόθεσμης εκκαθάρισης. (β) το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών υπηρεσιών: είναι ΝΠΙΔ αόριστης διάρκειας. Σκοπός του είναι η καταβολή αποζημιώσεων σε Παραγγελείς και αντισυμβαλλόμενα Μέλη σε περίπτωση αδυναμίας ΕΠΕΥ να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Μέλη του
είναι υποχρεωτικά τα μέλη του ΧΑ και οι ΕΠΕΥ. Το Συνεγγυητικό ευθύνεται για περιοριστικά αναφερόμενους στο νόμο16 λόγους μέχρι του ποσού των 30.000€. Μετά την καταβολή υποκαθίσταται αυτοδικαίως στα δικαιώματα
14 Xxxxxxxxx Xxxxxxxxxxxx, όπ.π. 377 επ..
15 όπ.π. σελ. 389 επ..
16 άρθρο 65 ν. 2533/1997.
του εντολέα ή του αντισυμβαλλόμενου Μέλους μέχρι το ποσό της καταβληθείσας αποζημίωσης.