Για την αναγωγή του ημερομισθίου σε ωρομίσθιο, πολλαπλασιάζεται το ημερομίσθιο επί 6 (ημέρες στις οποίες αντιστοιχεί η εβδομαδιαία αμοιβή) και διαιρείται με το 40 (ισχύον συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο) ή λιγότερο, σε περίπτωση ωραρίου μικρότερου του...
ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ
ΤΗΣ
ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
Σύμβαση εργασίας είναι η συμφωνία με την οποία ένα φυσικό πρόσωπο, αναλαμβάνει να παρέχει τις υπηρεσίες του σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (εργοδότη) έναντι αμοιβής.
Σύμβαση είναι η συμφωνία γραπτή ή προφορική βάση της οποίας ένα ορισμένο άτομο που καλείται μισθωτός, αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του για ορισμένο ή αόριστο χρόνο σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (εργοδότης),έναντι συμφωνημένου μηνιαίου μισθού ή ημερομισθίου.
Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, βάση της οποίας ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την κύριά υποχρέωση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη, υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του και ο εργοδότης την κύρια υποχρέωση καταβολής του μισθού. Το κριτήριο που χαρακτηρίζει μία σύμβαση ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι η προσωπική εξάρτηση, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει οδηγίες στον εργαζόμενο, αναφορικά με τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς τις οδηγίες του, άσχετα με το εάν ο εργοδότης ασκεί έμπρακτα το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώριο πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο.
Σύμβαση Έργου
Σύμβαση έργου υπάρχει όταν ένα πρόσωπο (εργολάβος) αναλαμβάνει έναντι ενός άλλου προσώπου (εργοδότη/κυρίου του έργου) την υποχρέωση εκτέλεσης ορισμένου έργου έναντι αμοιβής. Το κύριο στοιχείο που διακρίνει τη σύμβαση εργασίας από τη σύμβαση έργου είναι ότι στην περίπτωση της σύμβασης εργασίας ενδιαφέρει η παροχή της εργασίας ανεξαρτήτως συγκεκριμένου αποτελέσματος, ενώ στην περίπτωση της σύμβασης έργου ενδιαφέρει το αποτέλεσμα της εκτέλεσης ορισμένου έργου.
Σύμβαση Ανεξαρτητων Υπηρεσιών
Σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπάρχει, όταν ο παρέχων ανεξάρτητες υπηρεσίες αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι ενός προσώπου, για παροχή εργασίας χωρίς όμως να υπόκειται στην εποπτεία και τον έλεγχο του αντισυμβαλλομένου του. Κύριο χαρακτηριστικό, επομένως της σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών είναι η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και η ανεξαρτησία ως προς τον καθορισμό του τόπου, του χρόνου και του τρόπου παροχής της εργασίας, κάτι που βασικά δεν συμβαίνει στην περίπτωση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.
Ειδικές μορφές απασχόλησης
Για τις ειδικές μορφές απασχόλησης, όπως η κατ΄ οίκον απασχόληση, η τηλεργασία, το φασόν, θεσπίστηκε με το Ν. 2639/1998, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 3846/2010 τεκμήριο υπέρ της ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.3846/2010 «η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες».
Η Διάρκεια της Σύμβασης
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εργασιακής σύμβασης είναι η διάρκεια. Η σύμβαση εργασίας είναι δυνατόν να έχει ορισμένη ή αόριστη διάρκεια, οπότε ονομάζεται αντίστοιχα ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές συμβάσεων έγκειται στη λήξη τους.
Σύμβαση ορισμένου χρόνου
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι η σύμβαση εργασίας της οποίας η διάρκεια είναι σαφώς καθορισμένη, γνωρίζουμε δηλαδή επακριβώς το χρονικό σημείο λήξης της, ούτως ώστε όταν φτάσει αυτό, επέρχεται αυτοδικαίως και η λήξη της σύμβασης. Η σύμβαση δε χάνει το χαρακτήρα της ως ορισμένου χρόνου ακόμα και όταν η διάρκειά της δεν ορίστηκε ρητά, προκύπτει όμως από το είδος και το σκοπό της που αφορά την εκτέλεση ορισμένου έργου, οπότε και πρόκειται να διαρκέσει μέχρι να αποπερατωθεί το έργο, το τέλος του οποίου έχει ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη λύση της, χωρίς καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης.
Σύμβαση αορίστου χρόνου
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι η σύμβαση της οποίας ούτε ορίσθηκε ρητώς η διάρκεια, ούτε προκύπτει από το είδος ή το σκοπό της σύμβασης.
Ο προσδιορισμός της διάρκειας της σύμβασης εργασίας έχει μεγάλη σημασία, όσον αφορά τον τρόπο λύσης της. Η σύμβαση ορισμένου χρόνου παύει αυτοδικαίως με την πάροδο της συμφωνημένης διάρκειας, χωρίς να απαιτείται καμία δήλωση βουλήσεως από τα μέρη (ΑΚ 669). Αντίθετα, η σύμβαση αορίστου χρόνου λύνεται με μονομερή απευθυντέα δήλωση βούλησης (καταγγελία), στην οποία μπορεί να προβεί καθένα από τα μέρη της σύμβασης.
Η διάκριση της σύμβασης εργασίας σε ορισμένου και αορίστου χρόνου αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι εάν τα μέρη δεν έχουν θέσει (ρητά ή σιωπηρά) στη σύμβαση χρονικό περιορισμό, εάν δηλαδή ο εργαζόμενος έχει προσληφθεί για αόριστο χρόνο, η καταγγελία της σύμβασης από την πλευρά του εργοδότη (απόλυση) υπόκειται σε περιορισμούς και διατυπώσεις, οι οποίες δεν ισχύουν όταν ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο (αρθρ. 1 Ν. 2112/20), οπότε η σύμβαση λύνεται αυτοδικαίως, χωρίς να είναι αναγκαία, αλλά ούτε και δυνατή μια καταγγελία.
Τρόπος Σύναψης της Εργασίας
Η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας γίνεται κατά κανόνα άτυπα, με μόνη την σύμπτωση της βούλησης των δύο μερών, του εργοδότη και του εργαζόμενου. Μπορεί να καταρτισθεί είτε εγγράφως με ιδιωτικό έγγραφο, είτε προφορικά ή και σιωπηρά με την παροχή της εργασίας από το μισθωτό και την αποδοχή της από τον εργοδότη ή τον αντιπρόσωπό του.
Εντούτοις, υπάρχουν ορισμένες κατηγορίες ατομικών συμβάσεων εργασίας όπου ρητώς από το νόμο απαιτείται να συνάπτονται με ορισμένο τύπο π.χ. ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας εκ περιτροπής ή μερικής απασχόλησης.
Ενημέρωση εργαζομένων για τους όρους της σύμβασης εργασίας τους
Ανεξαρτήτως αν η σύμβαση εργασίας καταρτίστηκε προφορικά ή γραπτά, ο εργοδότης υποχρεούται, σύμφωνα με το Π.Δ. 156/1994, να γνωστοποιήσει στον εργαζόμενο τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας.
Συγκεκριμένα η ενημέρωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων μερών.
τον τόπο παροχής εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη.
την θέση ή την ειδικότητα του εργαζομένου, το βαθμό του, την κατηγορία απασχόλησής του και το αντικείμενο εργασίας του.
την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης εργασίας ή της σχέσης εργασίας και τη διάρκεια αυτής, αν καταρτίζεται για ορισμένο χρόνο.
τη διάρκεια της άδειας με αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος καθώς και τον τρόπο και χρόνο χορήγησής της.
το ύψος της αποζημίωσης που οφείλεται και τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούν εργοδότης και εργαζόμενος, σύμφωνα µε την ισχύουσα νομοθεσία, σε περίπτωση λύσεως της σύμβασης εργασίας ή της σχέσης εργασίας µε καταγγελία.
τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος και την περιοδικότητα καταβολής τους.
τη διάρκεια της κανονικής ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργαζόμενου.
αναφορά της συλλογικής ρύθμισης που έχει εφαρμογή και καθορίζει τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας του εργαζόμενου.
Η πληροφόρηση για τα στοιχεία 5, 6, 7 και 9 μπορεί να γίνεται και με παραπομπή στις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Η υποχρέωση αυτή του εργοδότη αφορά όλους τους εργαζόμενους, οι οποίοι απασχολούνται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, με μόνη εξαίρεση αυτούς των οποίων η συνολική διάρκεια απασχόλησης δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα και τους εργαζόμενους σε μη συστηματικές αγροτικές απασχολήσεις.
Η ενημέρωση γίνεται με παράδοση στον εργαζόμενο, δύο μήνες το αργότερο από την έναρξη της εργασίας του, γραπτής σύμβασης εργασίας ή άλλου εγγράφου, υπό τον όρο ότι αυτό θα περιλαμβάνει τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας. Αν η σύμβαση ή σχέση εργασίας για οποιοδήποτε λόγο διαρκέσει λιγότερο από δύο μήνες, το ανωτέρω έγγραφο παραδίδεται στον εργαζόμενο κατά τη λήξη της.
Για κάθε μεταβολή των στοιχείων της συμβάσεως εργασίας, ο εργοδότης πρέπει να συντάσσει σχετικό έγγραφο και να το κοινοποιεί στον εργαζόμενο το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την πραγματοποίηση της μεταβολής. Η ενημέρωση αυτή δεν είναι υποχρεωτική σε περίπτωση που τροποποιούνται διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Η παράλειψη του εργοδότη να χορηγεί στον εργαζόμενο έγγραφο με το οποίο να γνωστοποιούνται οι ουσιώδεις όροι εργασίας, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης εργασίας, επιφέρει όμως κυρώσεις στον εργοδότη.
ΜΙΣΘΩΤΟΙ
Μισθωτός είναι αυτός που παρέχει στον εργοδότη του εξαρτημένη εργασία έναντι αμοιβής, που υπολογίζεται είτε κατά χρονική διάρκεια (μήνα, ημέρα, ώρα) είτε κατά μονάδα ή ποσοστά.
Οι μισθωτοί διακρίνονται σε υπαλλήλους και εργάτες.
Υπάλληλος θεωρείτε ο μισθωτός που παρέχει κατά κύριο λόγο πνευματική εργασία έναντι αμοιβής πάντοτέ.
Εργάτης θεωρείτε ο μισθωτός που παρέχει κατά κύριο λόγο σωματική εργασία.
Ο τρόπος αμοιβής του μισθωτού με μισθό ή με ημερομίσθιο δεν ασκεί καμία επίδραση στον χαρακτηρισμό του μισθωτού ως υπάλληλος ή εργάτης. Οι πρακτικές συνέπειες του διαχωρισμού είναι το ύψος της αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσης, ο υπολογισμός του Δώρου Πάσχα και Επιδόματος Αδείας.
Μερική απασχόληση νοούμε την απασχόληση όλες τις ημέρες της εβδομάδας αλλά με μικρότερο ημερήσιο ωράριο από το κανονικό. Οι αποδοχές του εργαζόμενου, είναι ανάλογες των ωρών απασχόλησής του.
Εκ περιτροπής εργασία, η οποία και αυτή αποτελεί μια ειδική μορφή μερικής απασχόλησης, η εργασία παρέχεται κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα, ή λιγότερες εβδομάδες ανά μήνα, ή λιγότερους μήνες ανά έτος, κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο. Και σ’ αυτή την περίπτωση οι αποδοχές του εργαζόμενου είναι ανάλογες του χρόνου απασχόλησής του.
Σημειώνεται ότι, εκ περιτροπής εργασία με μειωμένο ημερήσιο ωράριο, επιτρέπεται μόνο κατόπιν συμφωνίας εργαζόμενου και εργοδότη, (διαλείπουσα απασχόληση) ενώ στην μονομερή επιβολή εκ περιτροπής εργασίας από τον εργοδότη το ημερήσιο ωράριο υποχρεωτικά πρέπει να είναι πλήρες.
Στις παραπάνω περιπτώσεις, μειωμένης και εκ περιτροπής εργασίας, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα απασχόλησης και σε δεύτερο εργοδότη, τόσες ώρες ή ημέρες απαιτούνται για την συμπλήρωση του νόμιμου ωραρίου εργασίας.
Για τον υπολογισμό των αποδοχών στις περιπτώσεις αυτές, εάν πρόκειται για αμειβόμενους με μισθό, πολλαπλασιάζουμε τον πλήρη μισθό (40/ωρου) με τις ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης και ακολούθως διαιρούμε με το 40, ενώ για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, πολλαπλασιάζουμε το πλήρες ημερομίσθιο (των 6,66 ωρών) με το 0,15 για να βρούμε το ωρομίσθιο και ακολούθως πολλαπλασιάζουμε επίσης με τις ώρες ημερήσιας απασχόλησης, για να βρούμε το ημερομίσθιο της μειωμένης απασχόλησης.
Παράδειγμα :
Ένα ένας εργαζόμενος σε επιχείρηση με πλήρες ωράριο εργασίας, δηλαδή 40 ώρες εβδομαδιαίως, πενθήμερη απασχόληση και μισθό 1.500€. Αν εργαστεί με μερική απασχόληση δηλαδή 30 ώρες την εβδομάδα ( 6 ώρες 5 μέρες την εβδομάδα), να υπολογιστεί ο μισθός του.
1.500€ / 25 = 60€ το ημερομίσθιο πλήρης απασχόλησης
1.500€ / 25 / 6,67 = 8,99€ το ωρομίσθιο πλήρης απασχόλησης
1.500€ * 30 / 40 = 1.125€ ο μισθός στην μερική απασχόληση
1.500€ * 6 ημέρες / 25 ημέρες * 40 ώρες = 9.000 / 1.000 = 9€ ωρομίσθιο στην μερική απασχόληση
Ή 1.125€ * 6 ημέρες / 25 ημέρες * 30 ώρες = 6.750 / 750 = 9€
9€ * 6 ώρες = 54€ το ημερομίσθιο στην μερική απασχόληση.
Χρονικά όρια εργασίας των μισθωτών
Ως χρόνος εργασίας ορίζεται κάθε περίοδος κατά την διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντα του, σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις για κάθε περίοδο εργαζομένων (αρ. 2 του Π.Δ. 88/1999).
Νόμιμο ωράριο καλείται το ωράριο εργασίας που καθορίζεται από νομοθετικές διατάξεις (με την ουσιαστική έννοια του όρου, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις, που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση νόμου), που έχουν το χαρακτήρα κανόνων δημόσιας τάξης και ισχύουν ανεξάρτητα από το κύρος της εργασιακής σύμβασης (Αποφάσεις Αρ. Πάγου 1188/90, Ειρ. Αθηνών 4911/92 κ.λπ.). Με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 (ΦΕΚ Α’ 210), το νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας καθορίστηκε σε 45 ώρες επί πενθήμερου και 48 ώρες επί εξαήμερου συστήματος εβδομαδιαίας εργασίας. Μετά την ισχύ δε του πενθήμερου, το νόμιμο ημερήσιο ωράριο καθορίσθηκε σε 9 ώρες, ενώ επί εξαημέρου παρέμεινε σε 8 ώρες [άρθρο 6 της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, Ν. 2269/1920, (αρ. 18 του Π.Δ./8-4-32) Απόφαση Αρ. Πάγου 119/97].
Με το άρθρο 58 του ν. 4808/2021 (ΦΕΚ Α’ 101), όπως αυτό τροποποίησε το άρθρο 4 του ν.2874/2000 το νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας καθορίστηκε σε 45 ώρες επί πενθήμερου και 48 ώρες επί εξαήμερου συστήματος εβδομαδιαίας εργασίας. Μετά την ισχύ δε του πενθήμερου, το νόμιμο ημερήσιο ωράριο καθορίσθηκε σε 9 ώρες, ενώ επί εξαημέρου παρέμεινε σε 8 ώρες [άρθρο 6 της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, Ν. 2269/1920, (αρ. 18 του Π.Δ./8-4-32) Απόφαση Αρ. Πάγου 119/97, Εγκύκλιος αριθμ.οικ.64597/03-09-2021 επί του άρθρου 58 του ν. 4808/2021].
Συμβατικό ωράριο καλείται το καθοριζόμενο με ατομικές ή συλλογικές συμβάσεις ωράριο εργασίας και δύναται να είναι μικρότερο ποτέ όμως μεγαλύτερο από το νόμιμο. Ειδικότερα, με την από 14-2-84 Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) καθώς και το άρθρο 55 του ν.4808/2021, καθορίστηκε σε 40 ώρες την εβδομάδα το οποίο ανέρχεται σε 8 ώρες ημερησίως επί πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και 6,40 ώρες ημερησίως επί εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
Διάρκεια ημερήσιας εργασίας είναι ο χρόνος εργασίας εντός ενός συνεχούς χρονικού διαστήματος είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. (αρ. 3 του Π.Δ. 88/1999).
Διάρκεια εβδομαδιαίας εργασίας είναι ο χρόνος εργασίας εντός του χρονικού διαστήματος από 00.01 της Δευτέρας μέχρι την 00.00 της επόμενης Κυριακής (αρ. 2 του Π.Δ. 88/1999).
Διάλειμμα Εργασίας
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες, πρέπει να χορηγείται διάλειμμα τουλάχιστον 15 λεπτών και κατά μέγιστον 30 λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από τη θέση εργασίας τους. Ο χρόνος του διαλείμματος δεν αποτελεί χρόνο εργασίας και δεν επιτρέπεται να χορηγείται συνεχόμενα με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας (αρ. 4 του Π.Δ. 88/1999, όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 56 του ν. 4808/2021).
Ελάχιστη ημερήσια και εβδομαδιαία ανάπαυση-ανώτατα όρια απασχόλησης
Η ελάχιστη ανάπαυση των εργαζομένων, για κάθε περίοδο 24 ωρών, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από έντεκα (11) ώρες (αρ. 3 του Π.Δ. 88/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την υποπαράγραφο ΙΑ 14, περ. 3 του Ν. 4093/2012).
Περαιτέρω, στους εργαζόμενους εξασφαλίζεται ανά εβδομάδα ελάχιστη περίοδος συνεχούς ανάπαυσης είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, η οποία συμπεριλαμβάνει κατ’ αρχήν την Κυριακή, ανάλογα με τις ισχύουσες για κάθε κατηγορία εργαζομένων διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και πρακτικές, στις οποίες προστίθενται οι έντεκα (11) συνεχείς ώρες της ημερήσιας ανάπαυσης του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού (αρ. 5 του Π.Δ. 88/1999 όπως ισχύει).
Επιπλέον, σε περίπτωση εφαρμογής συστήματος πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (με ΣΣΕ, Ατομική Σύμβαση κ.λπ.), οι εργαζόμενοι δικαιούνται δύο ημέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσης.
Η Κυριακή αρχίζει την 00:01 ώρα και λήγει την 00:00 ώρα. Για τους εργαζόμενους σε δραστηριότητες, που λειτουργούν ολόκληρο το εικοσιτετράωρο με σύστημα διαδοχικών ομάδων εργασίας, η Κυριακή μπορεί να αρχίζει την 06:00 ώρα ή την 07:00 ώρα και να λήγει την αντίστοιχη ώρα της Δευτέρας.
Μισθός
Μισθός νοείται κάθε παροχή που δίνεται στους εργαζόμενους ως αντάλλαγμα της εργασίας τους. Δηλαδή κάθε αμοιβή σε χρήμα και σε είδος (π.χ. τροφή, κατοικία κλπ), η οποία καταβάλλεται τακτικά και μόνιμα, είτε ατομικής συμφωνίας ή της Συλλογικής Σύμβασης ή του Νόμου, είτε βάσει της κρατούσας συνήθειας όταν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία. Όταν λέμε τακτικές αποδοχές εννοούμε το βασικό μισθό ή ημερομίσθιο, όλα τα επιδόματα, καθώς και κάθε άλλη χρηματική παροχή ή παροχή σε είδος που δίνει ο εργοδότης σε σταθερή και μόνιμη βάση ως αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο εργαζόμενος. Στις τακτικές αποδοχές μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται τα επιδόματα αδείας, Δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων, πολυετίας, οικογενειακά, ανθυγιεινής εργασίας, επικίνδυνης, επιστημονικό, διαχειριστικών λαθών, Κυριακής και νυκτερινής εργασίας, νόμιμης τακτικής υπερωριακής απασχόλησης, τροφής, κατοικίας, κάθε άλλη παροχή, εφ’ όσον καταβάλλεται τακτικά και νόμιμα.
Είδη μισθού :
Νόμιμος μισθός
Νόμιμος μισθός χαρακτηρίζεται αυτός που προβλέπεται από Νόμο, Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, Διαιτητική ή Υπουργική Απόφαση και αποτελεί τα κατώτατα όρια αποδοχών που υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλλει στους εργαζόμενους. Ειδικότερα ο νόμιμος μισθός αποτελείται από το βασικό μισθό και τα διάφορα επιδόματα, τα οποία επίσης προβλέπονται από Νόμο, Σ.Σ.Ε., Διαιτητική ή Υπουργική Απόφαση.
Συμβατικός Μισθός
Συμβατικός μισθός, χαρακτηρίζεται αυτός που έχει καθοριστεί από την συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου στην ατομική τους σύμβαση εργασίας (γραπτή ή προφορική). Ο συμβατικός μισθός είναι πάντοτε μεγαλύτερος από το νόμιμο, διότι δεν μπορεί να υπολείπεται του κατώτατου ορίου νομίμου μισθού που καθορίζεται πλέον νομοθετικά. Κάθε αντίθετη ατομική συμφωνία για καταβολή μισθού μικρότερου του νομίμου είναι άκυρη και δεν ισχύει.
Ειθισμένος Μισθός
Ο
ειθισμένος μισθός καταβάλλεται στον
εργαζόμενο όταν δεν προκύπτει νόμιμος
μισθός, είτε γιατί αυτός δεν έχει
καθοριστεί, είτε γιατί στην περίπτωσή
του δεν εφαρμόζεται η ισχύουσα συλλογική
σύμβαση. Εάν αντίθετα ισχύει νόμιμος
μισθός, δεν υπάρχει λόγος να αναζητηθεί
ο ειθισμένος μισθός.
Ειθισμένος είναι
ο μισθός που καταβάλλεται σε εργαζόμενους
με την ίδια ειδικότητα, τα ίδια προσόντα,
τις ίδιες ιδιότητες, στον ίδιο τόπο και
για την ίδια εργασία.
Ο ειθισμένος
μισθός, θα αντιστοιχεί σε εκείνον που
προκύπτει από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας,
στο βαθμό όμως που οι εργοδότες συνηθίζουν
να τον καταβάλλουν στις αντίστοιχες
περιπτώσεις, πράγμα που αποτελεί και
τη συνηθέστερη εκδοχή.
Το ύψος του μισθού εξαρτάται από το είδος της εργασίας και την ειδικότητα με την οποία πράγματι απασχολείται ο εργαζόμενος. Τα γενικά κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων καθορίζονται πλέον νομοθετικά (Ν.4093/2012). Για κλάδους και κατηγορίες εργαζομένων ή και για εργαζομένους ορισμένων επιχειρήσεων, είναι δυνατόν να συναφθούν μεταξύ των αντίστοιχων οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων κλαδικές, επιχειρησιακές κλπ συμβάσεις εργασίας ή να υπάρξουν διαιτητικές αποφάσεις. Οι μισθοί και τα ημερομίσθια που καθορίζονται με τις συμβάσεις αυτές μπορεί να είναι ευνοϊκότεροι, αλλά ποτέ κατώτεροι από το νομοθετικά καθορισμένο νόμιμο κατώτατο μισθό ή ημερομίσθιο. Επίσης ευνοϊκότερες ρυθμίσεις μπορεί να καθοριστούν με ατομική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου.
Χρόνος Καταβολής
Κατά το άρθρο 655 Α.Κ., αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά, ενώ σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση, γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Ειδικότερα στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η διάταξη του άρθρου 655 Α.Κ. συμπληρώνεται με την 95/1949 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το Ν.3248/1955 και έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ.1 της εν λόγω Δ.Σ.Ε., ο μισθός πρέπει να καταβάλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα (κάθε εβδομάδα-15νθήμερο-μήνα). Τα διαστήματα αυτά αν δεν υπάρχουν άλλες συμφωνίες που να τα καθορίζουν κατά τρόπο ικανοποιητικό, καθορίζονται με την εθνική νομοθεσία ή με συλλογικές συμβάσεις ή με αποφάσεις διαιτησίας.
Τρόπος Καταβολής
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν.4387/2016, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 51 του Ν.4611/2019, από 1.7.2016 κατέστη υποχρεωτική η καταβολή από τους εργοδότες των αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αποκλειστικά στους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών. Η καταβολή των αποδοχών στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή πάροχων υπηρεσιών πληρωμών. Σε κάθε καταβολή θα πρέπει να αναφέρεται η αιτιολογία και το χρονικό διάστημα που αφορά.
Εκκαθαριστικά Σημειώματα Αποδοχών
Σύμφωνα με την παρ. 1 της υποπαρ. ΙΑ.5 του Ν.4254/2014, ο εργοδότης υποχρεούται κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού να χορηγεί εκκαθαριστικό σημείωμα, ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και οι επ’ αυτών κρατήσεις θα πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά. Δεν απαιτείται υπογραφή του εργαζόμενου σε αποδεικτικό χορήγησης του εκκαθαριστικού σημειώματος. Η παραβίαση της ανωτέρω υποχρέωσης του εργοδότη συνεπάγεται τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 του Ν. 3996/2011, όπως ισχύει.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.3227/2004, στους εργαζόμενους που με βάση συμφωνία με τον εργοδότη αμείβονται με ενιαίο συνολικό μισθό (κατ’ αποκοπή μισθός) ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγεί σημείωμα στο οποίο να αναφέρονται ο ενιαίος συνολικός μισθός που έχει συμφωνηθεί και οι επ’ αυτού κρατήσεις, καθώς και αναλυτικά οι αποδοχές τις οποίες θα εδικαιούντο να λάβουν εάν αμείβονταν με βάση κλαδική ή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση και οι επί των ανωτέρω αποδοχών κρατήσεις.
Καθυστέρηση Μισθού – Συνέπειες
Γενικά η άρνηση του εργοδότη να καταβάλει τον οφειλόμενο μισθό και ακόμα η καθυστέρηση πληρωμής του, παρέχει στον εργαζόμενο τα εξής δικαιώματα:
Να απευθυνθεί στο αρμόδιο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων του τόπου εργασίας του και να προβεί σε καταγγελία, επώνυμη ή ανώνυμη, ή να αιτηθεί τη διενέργεια εργατικής διαφοράς και τη μεσολάβηση της Υπηρεσίας.
Να υποβάλλει μήνυση σε βάρος του εργοδότη στο οικείο αστυνομικό τμήμα.
Να προβεί σε επίσχεση της εργασίας του, σύμφωνα με το άρθρο 325 Α.Κ.
Να θεωρήσει την άρνηση ή την καθυστέρηση του μισθού ως βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, διεκδικώντας, εκτός από τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές, και την αναλογούσα αποζημίωση απολύσεως (άρθρο 56, Ν. 4487/2017). Σύμφωνα με το άρθρο 58 του Ν. 4635/2019 θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η πέραν των δύο (2) μηνών καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης.
Να επιδιώξει δικαστικώς την είσπραξη του μισθού, με άσκηση αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, είτε με την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 48 του Ν. 4488/2017.
Αποδοχές – Αναγωγή Μισθού σε Ημερομίσθιο / Ωρομίσθιο
Ο μισθωτός που αμείβεται με μηνιαίο μισθό δικαιούται να λάβει κάθε μήνα το μισθό του, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργασίμων ημερών του μηνός.
Ο μισθωτός που αμείβεται με ημερομίσθιο λαμβάνει κάθε μήνα τόσα ημερομίσθια, όσες είναι οι ημέρες που εργάστηκε κατά τον συγκεκριμένο μήνα, υπολογιζόμενης ως εργάσιμης και της 6ης ημέρας, στην περίπτωση της πενθήμερης απασχόλησης.
Επίσης δικαιούται κατά το άρθρο 2 του Ν. 3755/1957, να λάβει τα ημερομίσθια των εξαιρέσιμων εορτών του έτους κατά τις οποίες δεν εργάζεται.
Οι αποδοχές που καθορίζονται στις πάσης φύσεως Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, Διαιτητικές ή άλλες αποφάσεις αντιστοιχούν κατά κανόνα στις 40 ώρες εβδομαδιαίως και σε 6 ημέρες απασχολήσεως την εβδομάδα (εκτός αν ορίζεται κάτι το αντίθετο στο κείμενό τους), ακόμη κι αν για τους μισθωτούς τους οποίους αφορούν οι ρυθμίσεις αυτές έχει καθιερωθεί πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία.
Έτσι, στην περίπτωση που στις παραπάνω ρυθμίσεις καθορίζεται ημερομίσθιο, στους μισθωτούς οφείλονται κάθε εβδομάδα 6 ημερομίσθια και στην περίπτωση που καθορίζεται μηνιαίος μισθός, ο μισθός αυτός αντιστοιχεί και στην 6η ημέρα της κάθε εβδομάδας του μηνός.
Για την αναγωγή του μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο διαιρείται ο μισθός αυτός δια 25. Ο υπολογισμός αυτός στηρίζεται στο ότι κατά μέσον όρο και κατά κανόνα, εξαιρουμένων των Κυριακών και λοιπών αργιών, οι εργαζόμενοι απασχολούνται επί 25 ημέρες ανά μήνα. Ο κανόνας αυτός στηρίζεται και σε διάφορες διατάξεις, όπως Υ.Α. 8900/46, 21091/46, 22825/51 και στο άρθρο 5 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 1975, κατά τις οποίες η αμοιβή μιας ημέρας αντιστοιχεί στο 1/25 του μισθού.
Αντιθέτως, για την αναγωγή του ημερομισθίου σε μηνιαίο μισθό, πολλαπλασιάζεται το ημερομίσθιο επί 26, διότι οι εργάσιμες ημέρες του μηνός για τον εργατοτεχνίτη, λαμβανομένων υπόψη και των εξαιρέσιμων εορτών κατά τις οποίες δικαιούται ημερομισθίου, είναι κατά μέσο όρο 26 (365 ημέρες αφαιρούμενων 52 Κυριακών = 313 εργάσιμες, δια των 12 μηνών = 26 ημέρες κατά μήνα)(Α.Π. 550/08).
Για την αναγωγή του ημερομισθίου σε ωρομίσθιο, πολλαπλασιάζεται το ημερομίσθιο επί 6 (ημέρες στις οποίες αντιστοιχεί η εβδομαδιαία αμοιβή) και διαιρείται με το 40 (ισχύον συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο) ή λιγότερο, σε περίπτωση ωραρίου μικρότερου του 40ώρου (ημερομίσθιο x 6 : ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης).
Για την αναγωγή του μισθού σε ωρομίσθιο διαιρούνται τα 6/25 του μηνιαίου μισθού με τις 40 ώρες του ισχύοντος συμβατικού ωραρίου ή λιγότερες, εφόσον ισχύει μικρότερο ωράριο (μισθός : 25 x 6 : 40).
ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟ : ΜΗΝΙΑΙΟΣ ΜΙΣΘΟΣ / 25
ΩΡΟΜΙΣΘΙΟ : ΜΗΝΙΑΙΟΣ ΜΙΣΘΟΣ * 0,006 (40 ΩΡΕΣ)
Η΄
(ΜΗΝΙΑΙΟΣ ΜΙΣΘΟΣ * 6/25 )/40
Η΄
ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟ * 0,15
Υπερεργασία
Η υπέρβαση των 8 ωρών ημερησίως επί πενθημέρου και μέχρι την 9η ώρα ή των 6,40 ωρών ημερησίως επί εξαημέρου και μέχρι την 8η ώρα, με την προϋπόθεση ότι υφίσταται υπέρβαση των 40 ωρών την εβδομάδα και έως του ορίου των 45 ωρών επί πενθημέρου και 48 ωρών επί εξαημέρου, αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2874/2000 (ΦΕΚ Α’ 286) όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 58 του ν. 4808/2021, υπερεργασία η πραγματοποίηση της οποίας ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη.
Οι 5 ώρες υπερεργασίας επί πενθημέρου (από την 41η έως την 45η ώρα) ή οι 8 ώρες υπερεργασίας επί εξαημέρου (από την 41η έως την 48η ώρα), αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις.
Υπερωρία
Η απασχόληση πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα επί πενθημέρου και 48 ωρών την εβδομάδα επί εξαημέρου θεωρείται – σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 58 του Ν.4808/2021 –υπερωριακή απασχόληση και διέπεται από όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες νομιμοποίησής τους. Αμείβεται δε με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 40%
Εξ άλλου υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η υπέρβαση του νομίμου ωραρίου των 9 ωρών ημερησίως, επί πενθημέρου (άρ. 6 της από 16-2-1975 ΕΓΣΣΕ, ΑΠ 119/1997), καθώς και η υπέρβαση του νομίμου ωραρίου των 8 ωρών ημερησίως, επί εξαημέρου (ΑΠ 247/2003, Εγκύκλιος αριθμ.οικ.64597/03-09-2021 επί του άρθρου 58 του ν. 4808/2021).
Μη υπέρβαση ορισμένου ανωτάτου ορίου υπερωριακής απασχόλησης
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 58 του ν. 4808/2021, το ανώτατο όριο πραγματοποίησης υπερωριακής απασχόλησης σε όλες τις επιχειρήσεις και για όλους τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα διαμορφώνεται σε εκατόν πενήντα (150) ώρες ετησίως και μέχρι τρεις (3) ώρες ημερησίως.
Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακώς, κατά τα ανωτέρω, δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας, έως τρεις (3) ώρες ημερησίως και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν πενήντα (150) ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%).
Νομιμοποίηση υπερωριών
Η πραγματοποίηση υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης είναι νόμιμες μόνον εάν έχουν καταχωρηθεί από τον εργοδότη στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ», πριν από την έναρξη πραγματοποίησής τους [άρ. 36 του ν. 4488/2017 ΦΕΚ Α’ 137, όπως αντικατέστησε την παρ.1 του άρ.80 του ν. 4144/2013 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 78 του Ν.4808/2021]
Σημειώνεται ότι η πραγματοποίηση υπερεργασίας θα σταματήσει να προδηλώνεται στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ μετά την έκδοση σχετικής Υ.Α. που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 79 του ν. 4808/2021.
Παράνομη Υπερωριακή Απασχόληση
Σε περίπτωση κατά την οποία έχουμε την πραγματοποίηση υπερωριακής απασχόλησης χωρίς να συντρέχουν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις των οικείων διατάξεων που αναφέρθηκαν ανωτέρω ή με υπέρβαση του ανωτάτου ορίου υπερωριών, τότε αυτή είναι παράνομη και έχει ως επακόλουθο εκτός από τις αστικές σε βάρος του εργοδότη συνέπειες και ποινική ευθύνη γι’ αυτόν ή για τον νομίμως υπεύθυνο σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 28 του ν. 3996/2011 (ΦΕΚ Α’ 170).
Περαιτέρω, με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 4 του ν. 2874/2000 όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 58 του ν. 4808/2021, η υπερωριακή απασχόληση η οποία πραγματοποιείται χωρίς την τήρηση των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία διατυπώσεων (προδήλωση στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ) ή καθ’ υπέρβαση των ανωτάτων ορίων που προσδιορίζονται από το παρόν άρθρο [τρεις (3) ώρες ημερησίως και εκατόν πενήντα (150) ετησίως] χωρίς την τήρηση των σχετικών διαδικασιών έγκρισης από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων χαρακτηρίζεται ως παράνομη υπερωρία (αντί του όρου κατ’ εξαίρεση υπερωρία που ίσχυε ως τώρα). Για κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εκατόν είκοσι τοις εκατό (120%) [αντί του ογδόντα τοις εκατό (80%) που ίσχυε ως τώρα]
Νυχτερινή Εργασία
Νυχτερινή εργασία είναι η εργασία που παρέχεται κατά το χρονικό διάστημα της νύχτας, ήτοι από τις 10 μ.μ έως τις 6 π.μ της επόμενης ημέρας (ΥΑ υπ’ αριθ. 25825/51 και άρθρο 2, παρ. 3 του Π.Δ. 88/99).
Οι εργαζόμενοι που θα απασχοληθούν, είτε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της νύχτας, είτε μόνο σε ορισμένες νυχτερινές ώρες δικαιούνται προσαύξηση 25% επί των νομίμων αποδοχών τους (ΥΑ υπ’ αριθ. 25825/51).
Αργίες
Στην ελληνική εργατική νομοθεσία (Β.Δ. 748/1966) προβλέπεται απαγόρευση κάθε βιομηχανικής, βιοτεχνικής και εμπορικής εργασίας και κάθε επαγγελματικής γενικά δραστηριότητας κατά τις Κυριακές (χρονικό διάστημα που αρχίζει από τις 24:00 του Σαββάτου και λήγει στις 24:00 Κυριακή) και τις καθιερωμένες από το νόμο ως ημέρες αργίας, συναφώς δε, απαγορεύεται και η απασχόληση του προσωπικού αυτών. Ωστόσο υφίστανται εξαιρέσεις από την εν λόγω απαγόρευση, οι οποίες συνδέονται με συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων ή απασχολουμένων (άρθρα 2, 7 και 9 του ως άνω Β.Δ/τος, καθώς παρ. 3 του άρθρου 9 μετά από έγκριση της Επιθεώρησης Εργασίας και άρθρο 63 του ν. 4808/2021).
Σύμφωνα με τις κοινές αποφάσεις Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, αρ. 8900/46 και 25825/51, καθώς και το άρθρο 2 του ΝΔ 3755/1957 όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το 147/73, το άρθρο 2 του ν. 435/1976 και την παρ.2 του άρ. 42 του ν. 4454/2018, στους μισθωτούς που απασχολούνται τις Κυριακές και τις ημέρες των αργιών, παρέχεται πρόσθετη αμοιβή, η οποία ανέρχεται στο 75% του 1/25 του νομίμου μηνιαίου μισθού ή ημερομισθίου.
Γενικά όσοι από τους μισθωτούς απασχολούνται πάνω από πέντε ώρες την Κυριακή, δικαιούνται να λάβουν αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση διάρκειας 24 ωρών σε άλλη εργάσιμη μέρα της εβδομάδας, που αρχίζει από την Κυριακή την οποία απασχολήθηκαν. Σε περίπτωση απασχόλησης λιγότερες από πέντε ώρες, ο εργαζόμενος δύναται να ζητήσει ισόχρονη αναπληρωματική ανάπαυση. Διευκρινίζεται ότι αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση δικαιούνται μόνο όσοι απασχολούνται τις Κυριακές όχι όμως και τις εξαιρέσιμες εορτές (άρθρο 10 του Β.Δ. 748/1966).
Περαιτέρω, βάσει των ως άνω διατάξεων, οι μισθωτοί που αμείβονται με ημερομίσθιο και οι οποίοι δεν θα απασχοληθούν κατά τις ανωτέρω εξαιρέσιμες αργίες, για λόγους που δεν οφείλονται σε αυτούς, δικαιούνται το νομίμως καταβαλλόμενο ημερομίσθιο χωρίς περαιτέρω προσαύξηση.
Επίσημες αργίες
Σύμφωνα με το άρθρο 60 του ν. 4808/2021 καθορίζονται ως ημέρες υποχρεωτικής αργίας, για όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες γενικά, οι οποίες αργούν κατά τις Κυριακές και τις ημέρες αργίας, οι ακόλουθες:
α)
Η 1η Ιανουαρίου.
β)
Η εορτή των Θεοφανείων (6η Ιανουαρίου).
γ)
Η 25η Μαρτίου.
δ)
Η Δευτέρα του Πάσχα.
ε)
Η 1η Μαΐου.
στ)
Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15η
Αυγούστου).
ζ)
Η 28η Οκτωβρίου.
η)
Η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού (25η
Δεκεμβρίου).
θ)
Η 26η Δεκεμβρίου.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, που εκδίδονται μετά από γνωμοδότηση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας (Α.Σ.Ε.) και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να ορίζονται και άλλες εορτές, μέχρι πέντε (5) κατ’ έτος, ως ημέρες υποχρεωτικής ή προαιρετικής αργίας ανά την Επικράτεια. Εφόσον πρόκειται για τοπικές αργίες, η αρμοδιότητα ανήκει στους περιφερειάρχες. Με την ίδια διαδικασία, δύναται να καταργούνται ή να αλλάζουν οι προβλεπόμενες αργίες.
Κατ’ Εθιμών Αργίες
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΜΕΓΑΛΕΣ ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ
Οι ημέρες αυτές θεωρούνται σαν αργίες, είτε έχουν ορισθεί με Κανονισμό Εργασίας της επιχείρησης, είτε από έθιμο, είτε με Συλλογική Σύμβαση, διαιτητική απόφαση, διάταγμα, εσωτερικό κανονισμό ή από επιχειρησιακή συνήθεια.
Δώρο Χριστουγέννων
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όλοι οι μισθωτοί που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούνται Δώρα Εορτών.
Πώς υπολογίζεται το δώρο Χριστουγέννων
Για τον υπολογισμό του ποσού των Δώρων λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος αμοιβής των μισθωτών δηλαδή αν αμείβονται με ημερομίσθιο ή με μισθό. Η χρονική περίοδος που υπολογίζεται το Δώρο Χριστουγέννων αρχίζει από την 1η Μαΐου μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Έτσι, οι εργαζόμενοι που η σχέση εργασίας τους με τον εργοδότη είχε διάρκεια χωρίς διακοπή όλη τη χρονική περίοδο που αναφέραμε δηλαδή από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου κάθε έτους, δικαιούνται ολόκληρο το Δώρο που είναι ίσο με ένα (1) μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο.
Όσοι όμως από τους παραπάνω μισθωτούς, που η σχέση τους με τον εργοδότη δεν διήρκησε ολόκληρο το χρονικό διάστημα (από 1/5 έως και 31/12), δικαιούνται να λάβουν τμήμα του δώρου ανάλογο με τη χρονική διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης.
Σε αυτή τη περίπτωση το δώρο Χριστουγέννων υπολογίζεται ως εξής:
2/25 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια - ανάλογα με το πώς αμείβονται - για κάθε 19 ημερολογιακές ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης.
Για ένα ημερομίσθιο δικαιούται 19 / 2 = 9,5 ημέρες σχέσης εργασίας
ΣΥΝΟΛΟ ΗΜΕΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ = * ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟ
9,5
Ακόμα και οι μισθωτοί που εργάστηκαν χρονικό διάστημα μικρότερο των 19ημέρων δικαιούνται ανάλογο κλάσμα του δώρου.
Εκτός από την περίπτωση που η εργασία παρασχέθηκε χωρίς διακοπή όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου έως την 31η Δεκεμβρίου, στο διάστημα αυτό συνυπολογίζονται και όλες οι ημέρες που οι εργαζόμενοι απουσιάζουν νόμιμα από την εργασία τους (πχ με ετήσια άδεια, με άδεια μητρότητας). Ειδικά ως προς την απουσία των εργαζομένων λόγω ασθένειας, στο διάστημα υπολογισμού του δώρου Χριστουγέννων συνυπολογίζονται τα «τριήμερα ασθενείας», δηλαδή ο χρόνος απουσίας κατά τον οποίο δεν καταβάλλεται επίδομα ασθενείας, ενώ αφαιρούνται τα διαστήματα που καταβάλλεται από τον ασφαλιστικό φορέα επίδομα ασθενείας.
Τα δώρα εορτών σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να καταβληθούν σε είδος, αλλά μόνο σε χρήμα.
Ειδικότερα
για τις αποδοχές του δώρου Χριστουγέννων
Βάση για τον υπολογισμό του δώρου αποτελούν οι αποδοχές που πραγματικά καταβάλλονται στους μισθωτούς κατά την 10η Δεκεμβρίου. Σε περίπτωση που η εργασιακή σχέση έχει λυθεί πριν από τις παραπάνω ημερομηνίες τo δώρο Χριστουγέννων υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές που καταβάλλονταν την ημέρα που λύθηκε η εργασιακή σχέση.
Σαν καταβαλλόμενος μισθός ή ημερομίσθιο είναι το σύνολο των τακτικών αποδοχών. Στη έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται ο μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και κάθε άλλη παροχή (είτε σε χρήμα είτε σε είδος, όπως τροφή, κατοικία κλπ.) εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν αντάλλαγμα της παρεχόμενης από τον μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα, ή κατ’ επανάληψη, περιοδικά, κατά ορισμένα διαστήματα του χρόνου.
Στην έννοια των τακτικών αποδοχών, σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων εντάσσονται επίσης και:
- το επίδομα αδείας: για τον υπολογισμό στο δώρο της αναλογίας του επιδόματος αδείας πολλαπλασιάζουμε το συνολικό ποσό του δώρου που δικαιούται ο μισθωτός επί τον συντελεστή 0,041666
Παράδειγμα:
Εργαζόμενος με δώρο Χριστουγέννων 900€ (μικτό μισθό) με την προσαύξηση του συντελεστή αδείας θα πρέπει να πάρει:
900 +(900 * 0,041666) = 937,50€. ή 900 * 1,041666 = 937,50€
-
η αμοιβή της νόμιμης υπερωρίας ,εφόσον
παρέχεται τακτικά
- η αμοιβή της υπερεργασίας, εφόσον η εργασία αυτή πραγματοποιείται τακτικά
- η αμοιβή για εργασία την Κυριακή και σε εξαιρέσιμες γιορτές ή σε νυκτερινές ώρες, εφόσον η απασχόληση είναι τακτική και μόνιμη.
-η αξία του χορηγούμενου γάλακτος ημερησίως.
- η πρόσθετη αμοιβή που δίνεται από τον εργοδότη οικειοθελώς για μεγαλύτερη παραγωγική απόδοση (πριμ), όταν επαναλαμβάνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα και σε τακτά χρονικά διαστήματα.
- τα φιλοδωρήματα που δίνονται στους μισθωτούς από τρίτους.
- τα οδοιπορικά έξοδα, όταν δεν εξαρτώνται από την πραγματοποίηση υπηρεσιακών μετακινήσεων, δεν υπόκεινται σε απόδοση λογαριασμού και δεν διακόπτονται κατά την διάρκεια ασθένειας ή άδειας.
- το επίδομα μη απουσίας (τακτικότητας)
- το επίδομα κατοικίας
Ειδικότερες κατηγορίες, ενδεικτικά:
α. Υπολογισμός του Δώρου Χριστουγέννων στους ωρομίσθιους
Για όσους αμείβονται με ωρομίσθιο ο υπολογισμός γίνεται βάσει του μέσου όρου των αποδοχών του διαστήματος από 1-5-2019 μέχρι 31-12-2019. Διαιρούνται δηλαδή οι συνολικές αμοιβές που έλαβε ο μισθωτός μέσα στο διάστημα αυτό δια του αριθμού των ημερών του διαστήματος αυτού κατά τις οποίες ο μισθωτός εργάσθηκε η διατήρησε αξίωση για τις αποδοχές του. Το ποσό που προκύπτει πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των ημερομισθίων που αναλογούν στη διάρκεια της εργασιακής σχέσης.
β. Υπολογισμός του Δώρου Χριστουγέννων στους εργαζόμενους με μερική απασχόληση.
Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται καθημερινά λιγότερες ώρες (σε σχέση με τη πλήρη απασχόληση) θα λάβουν ως δώρο Χριστουγέννων όσα ημερομίσθια λαμβάνει και ο εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση έχοντας όμως ως βάση υπολογισμού τις μειωμένες αποδοχές και αναλόγως με τον χρόνο απασχόλησης του από 01/05/2019 έως 31/12/2019.
γ. Υπολογισμός του Δώρου Χριστουγέννων στους εργαζόμενους με διαλείπουσα εργασία (εκ περιτροπής απασχόληση).
Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται λιγότερες από 5 ημέρες τη βδομάδα (για τους απασχολούμενους με πενθήμερο) και λιγότερες από 6 ημέρες τη εβδομάδα (για τους απασχολούμενους με 6ήμερο) δικαιούνται δώρο Χριστουγέννων 1 ημερομίσθιο για κάθε 8 πραγματοποιηθέντα ημερομίσθια μέσα στο διάστημα από 01/05/2019 έως 31/12/2019.
Προσοχή: Σε όλες τις περιπτώσεις το ποσό του δώρου προσαυξάνεται με τον συντελεστή αδείας 0,041666.
Πότε καταβάλλεται το Δώρο Χριστουγέννων
Tο δώρο Χριστουγέννων πρέπει να καταβληθεί μέχρι την 21η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Το δώρο Χριστουγέννων υπόκειται σε εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ - ΙΚΑ, Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών. Νοείται βέβαια ότι ο εργοδότης μπορεί να καταβάλει το δώρο και νωρίτερα από την παραπάνω ημερομηνία.
Πότε παραγράφονται οι αποδοχές των Δώρων.
Βάσει του άρθρου 250 παρ. 17 του Αστικού Κώδικα οι αποδοχές των Δώρων στον ιδιωτικό τομέα παραγράφονται μετά από 5ετία από το τέλος του έτους που ήταν απαιτητές βάσει του άρθρου 250 παρ. 17 του Αστικού Κώδικα.
Τι πρέπει να κάνει ο εργαζόμενος αν δεν του καταβληθεί το Δώρο
Η καταβολή του Δώρου Χριστουγέννων πρέπει να γίνει έως τις 21/12. Σε περίπτωση που το Δώρο Χριστουγέννων δεν καταβληθεί έγκαιρα, οι εργαζόμενοι ή/και τα σωματεία μπορούν και πρέπει να προσφύγουν στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας προκειμένου να συνταχθεί μηνυτήρια αναφορά. Η μηνυτήρια αναφορά διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα για την άσκηση ατομικής δίωξης σε βάρος του εργοδότη ενώ παράλληλα διαβιβάζεται και στο οικείο αστυνομικό τμήμα για την κίνηση της αυτόφωρης διαδικασίας. Οι εργαζόμενοι ή/και τα σωματεία τους έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν μήνυση απευθείας στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα και να ζητήσουν την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας.
Επισημαίνεται ότι στη μηνυτήρια αναφορά θα πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία της επιχείρησης και τα στοιχεία κατοικίας του εργοδότη, εάν αυτό είναι δυνατό, δεδομένου ότι η διαδικασία του αυτοφώρου διαρκεί έως και 48 ώρες.
Σε κάθε περίπτωση μη καταβολής του Δώρου Χριστουγέννων, μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε έχουν υποχρέωση να επεμβαίνουν άμεσα, διενεργώντας ελέγχους και να βρίσκονται σε πλήρη ετοιμότητα, για την άσκηση της διαδικασίας του αυτοφώρου και την επιβολή των σχετικών κυρώσεων.
Να υπολογιστούν τα Δώρα Χριστουγέννων στις πιο κάτω περιπτώσεις :
Υπάλληλος με ακαθάριστο μηνιαίο μισθό 750€.
750 + ( 750 * 0,041666 ) = 781,24€
25 ημερ. * 35 = 875
875 + ( 875 * 0,041666 ) = 911,45€
Στις 20/9/2020 αποχώρησαν δύο μισθωτοί. Ο ένας αμειβόταν με ακαθάριστο μηνιαίο μισθό 650€ και ο άλλος με ακαθάριστο ημερομίσθιο 18€.
Ημέρες σχέσεις εργασίας από 1/5 έως 20/9 είναι : 31+30+31+31+20 = 143
Όπου : ΣΥΝΟΛΟ ΗΜΕΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ = * ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟ
9,5
143 / 9,5 = 15,0526
Άρα : 650 / 25 = 26€
26 * 15,0526 = 391,37 και με την προσαύξηση 391,37 * 1,041666 = 407,67€
Άρα : 18 * 15,0526 = 270,46 και με την προσαύξηση 270,46 * 1,041666 = 281,73€
Δώρο Πάσχα
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όλοι οι μισθωτοί που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούνται δώρο Πάσχα.
Πότε καταβάλλεται το δώρο Πάσχα
Το δώρο Πάσχα καταβάλλεται τη Μεγάλη Τετάρτη, εννοείται βέβαια ότι ο εργοδότης μπορεί να καταβάλει το δώρο και νωρίτερα από την παραπάνω ημερομηνία. Για το Δώρο Πάσχα αποδίδονται εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ (ΙΚΑ) και Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών. Το Δώρο Πάσχα σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να καταβληθεί σε είδος, αλλά μόνο σε χρήμα.
Σε περίπτωση που το Δώρο Χριστουγέννων δεν καταβληθεί έγκαιρα, οι εργαζόμενοι ή/και τα σωματεία μπορούν και πρέπει να προσφύγουν στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας προκειμένου να συνταχθεί μηνυτήρια αναφορά. Η μηνυτήρια αναφορά διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα για την άσκηση ατομικής δίωξης σε βάρος του εργοδότη ενώ παράλληλα διαβιβάζεται και στο οικείο αστυνομικό τμήμα για την κίνηση της αυτόφωρης διαδικασίας.
Οι εργαζόμενοι ή/και τα σωματεία τους έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν μήνυση απευθείας στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα και να ζητήσουν την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας.
Επισημαίνεται ότι στη μηνυτήρια αναφορά θα πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία της επιχείρησης και τα στοιχεία κατοικίας του εργοδότη, εάν αυτό είναι δυνατό, δεδομένου ότι η διαδικασία του αυτοφώρου διαρκεί 48 ώρες.
Σε κάθε περίπτωση μη καταβολής του δώρου Πάσχα, μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, οι Κοινωνικοί Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε έχουν υποχρέωση να επεμβαίνουν άμεσα, διενεργώντας ελέγχους και να βρίσκονται σε πλήρη ετοιμότητα, για την άσκηση της διαδικασίας του αυτοφώρου και την επιβολή των σχετικών κυρώσεων.
Πώς υπολογίζεται το δώρο Πάσχα
Για τον υπολογισμό του ποσού του δώρου Πάσχα λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος αμοιβής των μισθωτών, δηλαδή αν αμείβονται με ημερομίσθιο ή με μισθό. Η χρονική περίοδος που υπολογίζεται το δώρο αρχίζει από την 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου κάθε έτους. Συνεπώς, αν η σχέση εργασίας διήρκεσε ολόκληρο το χρονικό διάστημα ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει μισό μηνιαίο μισθό αν αμείβεται με μισθό και 15 ημερομίσθια αν αμείβεται με ημερομίσθιο.
Σε περίπτωση όμως που η σχέση εργασίας κάποιου μισθωτού με τον εργοδότη του δεν είχε διάρκεια ολόκληρο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα δικαιούται να λάβει αναλογία δώρου η οποία υπολογίζεται ως εξής:
Προκειμένου για αμειβόμενο με μισθό, ποσό ίσο με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ή ένα ημερομίσθιο, για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο για κάθε 8 (οκτώ) ημερολογιακές ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης. Σε περίπτωση που η σχέση εργασίας διαρκέσει λιγότερο από οκτώ ημέρες δικαιούται ανάλογο κλάσμα για Δώρο Πάσχα.
Οι μισθωτοί που αμείβονται με μηνιαίο μισθό δικαιούνται 1 ημερομίσθιο δώρου για κάθε 9,6 ημέρες σχέσης εργασίας. 120 ημέρες / 12,5 ημερομίσθια = 9,6
Ενώ οι αμειβόμενοι με ημερομίσθια δικαιούνται 1 ημερομίσθιο για κάθε 8 ημέρες σχέσης εργασίας. 120 ημέρες / 15 = 8.
ΗΜΕΡΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ = * ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟ
9,6 Η΄ 8
Εκτός από την περίπτωση που η εργασία παρασχέθηκε χωρίς διακοπή όλο το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου έως την 30η Απριλίου, στο διάστημα αυτό συνυπολογίζονται και όλες οι ημέρες που οι εργαζόμενοι απουσιάζουν νόμιμα από την εργασία τους (πχ με ετήσια άδεια, με άδεια μητρότητας, με σπουδαστική άδεια). Ειδικά ως προς την απουσία των εργαζομένων λόγω ασθένειας, στο διάστημα υπολογισμού του δώρου Πάσχα συνυπολογίζονται τα «τριήμερα ασθενείας», δηλαδή ο χρόνος απουσίας κατά τον οποίο δεν καταβάλλεται επίδομα ασθενείας, ενώ αφαιρούνται τα διαστήματα που κατάβαλλεται από τον ασφαλιστικό φορέα επίδομα ασθενείας. Παράδειγμα: Αν ένας μισθωτός απουσίασε από την εργασία του λόγω ασθένειας 60 μέρες και πήρε επίδομα ασθενείας από το ασφαλιστικό του ταμείο για 40 ημέρες, θα αφαιρεθούν από το χρονικό διάστημα της εργασιακής σχέσης μόνο οι 40 ημέρες για τις οποίες επιδοτήθηκε και όχι οι 60.
Το δώρο Πάσχα υπολογίζεται βάσει των πράγματι καταβαλλόμενων τακτικών αποδοχών την 15η ημέρα πριν το Πάσχα, εφόσον αυτές είναι ίσες ή ανώτερες των νομίμων. Σε περίπτωση που η εργασιακή σχέση έχει λυθεί πριν από την παραπάνω ημερομηνία το Δώρο Πάσχα υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές που καταβάλλονταν την ημέρα που λύθηκε η εργασιακή σχέση. Τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός ή το ημερομίσθιο καθώς και κάθε άλλη παροχή (είτε σε χρήμα είτε σε είδος) που καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή επαναλαμβάνεται περιοδικά κατά ορισμένα διαστήματα του χρόνου.
Τακτικές αποδοχές αποτελούν, μεταξύ άλλων η αμοιβή για τακτική νόμιμη υπερωριακή εργασία, υπερεργασία, εργασία την Κυριακή, σε αργίες, σε νυχτερινές ώρες, τα πριμ παραγωγικότητας, το επίδομα κατοικίας κλπ όταν χορηγούνται κατ’επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα κλπ. Στις τακτικές αποδοχές συνυπολογίζεται και το επίδομα αδείας. Συνεπώς ο μισθωτός θα λάβει το Δώρο Πάσχα προσαυξημένο με τον συντελεστή αδείας ο οποίος ανέρχεται σε 0,04166.
Παραδείγματα :
Να υπολογιστούν τα Δώρα Πάσχα στις πιο κάτω περιπτώσεις :
Υπάλληλος με ακαθάριστο μηνιαίο μισθό 550€.
550 / 2 = 275
275 + ( 275 * 0,041666 ) = 286,45€
Εργατοτεχνίτης με ακαθάριστο ημερομίσθιο 25€.
15 ημερ. * 25 = 375
375 + ( 375 * 0,041666 ) = 390,62€
Στις 19/3/2020 αποχώρησαν δύο μισθωτοί. Ο ένας αμειβόταν με ακαθάριστο μηνιαίο μισθό 550€ και ο άλλος με ακαθάριστο ημερομίσθιο 22€.
Ημέρες σχέσεις εργασίας : 31 + 28 + 19 = 78
Αρα : 550 / 25 = 22€
78 / 9,6 = 8,12 όπου 8,12 * 22 = 178,64€ με την προσαύξηση 178,64 * 1,041666= 186,08€
Με ημερομίσθιο :
78 / 8 = 9,75 όπου 9,75 * 22 = 214,50 με την προσαύξηση 214,50 * 1,041666= 223,43€
Ένας εργαζόμενος, 1/1 είχε ακαθάριστές αποδοχές 450€, στις 31/3 του έγινε αύξηση και ο μισθός του έγινε 500€. Στις 31/8 του έγινε ξανά αύξηση και ο μισθός του έγινε 600€. Το Πάσχα είναι στις 24/4. Να υπολογιστούν τα Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα.
Δώρο Πάσχα :
500 / 2 = 250
250 + ( 250 * 0,041666 ) = 260,42€
Δώρο Χριστουγέννων :
600 + ( 600 * 0,041666 ) = 625€
Επίδομα Αδείας
Ο εργαζόμενος δικαιούται στη διάρκεια της άδειάς του τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν κανονικά με πλήρη απασχόληση, αυτό είναι το επίδομα αδείας το οποίο είναι ίσο με τις αποδοχές των ημερών άδειας, με ανώτατο όριο το ½ του μισθού, για τους αμειβόμενους με μισθό, ή τα 13 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. Το επίδομα αδείας πρέπει να καταβληθεί πριν από τη λήψη της άδειας, συγκεκριμένα μαζί με την άδεια της καλοκαιρινής αδείας του εργαζομένου καθώς αυτό προβλέπεται από την επιθεώρηση εργασίας.
Επίσης πρέπει να γνωρίζεται ότι οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να πάρουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου, ενώ ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα. Επειδή δε η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου για τη χρονική περίοδο της αδείας δεν επιτυγχάνεται πάντοτε ή προσκρούει στα συμφέροντα των λοιπών εργαζομένων της επιχειρήσεως, ο νόμος επιτρέπει στον εργοδότη, όπως καθορίσει αυτήν, ασκών το διευθυντικό του δικαίωμα.
Ως ημέρες άδειας υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται δηλαδή στις ημέρες άδειας οι Κυριακές και οι αργίες, καθώς και οποιαδήποτε άλλη μη εργάσιμη ημέρα του μισθωτού (π.χ. Σάββατο), οι οποίες εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα στο οποίο ο μισθωτός κάνει χρήση της άδειας του.
Κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις "συνήθεις αποδοχές" που θα ελάμβανε αν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνεται οτιδήποτε καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας του, δηλαδή τόσο ο πάγιος μισθός ή το ημερομίσθιο, όσο και κάθε είδους πρόσθετες συμπληρωματικές παροχές, είτε σε χρήμα είτε σε είδος (όπως λ.χ. τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κλπ).
Διευκρινίζεται ότι στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνονται και οι προσαυξήσεις για εργασία κατά τις νύκτες, τις Κυριακές και αργίες, καθώς επίσης και η αμοιβή για υπερεργασία και η προσαύξηση για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση (όχι όμως και η παράνομη υπερωρία), την οποία ο μισθωτός πραγματοποιεί είτε τακτικά κάθε μήνα, είτε κατ’ επανάληψη σε ορισμένα ή και ακανόνιστα χρονικά διαστήματα μέσα στο χρόνο, κατά τρόπο που να αποτελεί σύνηθες φαινόμενο (π.χ. όταν είναι βέβαιο ότι θα καταβάλλονταν οι ανωτέρω αμοιβές και κατά το χρόνο της άδειας, αν ο μισθωτός εργαζόταν κατ’ αυτή).
Δεν αποτελούν μισθό και συνεπώς δεν λαμβάνονται για τον καθορισμό των αποδοχών αδείας, τα ποσά που καταβάλλονται για οδοιπορικά και έξοδα κίνησης, καθώς και η αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, εκτός εάν αυτή παρέχεται τακτικά και σταθερά. Επίσης, δεν συνυπολογίζονται το επίδομα αδείας και τα Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα.
Πίνακας
αδειών υπαλλήλων και εργατών
με
συνολική υπηρεσία ή προϋπηρεσία μέχρι
10 έτη μη συμπληρωμένα
στον ίδιο
εργοδότη ή μέχρι 12 έτη μη συμπληρωμένα
σε
οποιονδήποτε εργοδότη ή μέχρι 25 έτη
συμπληρωμένα στον ίδιο εργοδότη
|
ΗΜΕΡΕΣ ΑΔΕΙΑΣ |
ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΑΔΕΙΑΣ |
ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΑΔΕΙΑΣ |
|
ETH |
5 ήμερο |
6 ήμερο |
|
|
1ο ημερολογιακό έτος (από την πρόσληψη έως 31/12) |
1,6667 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης ή 2 μέρες x 5/6 (ή 20/12 x μήνες απασχόλησης) (στρογγυλοποίηση του γινομένου) |
2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης (ή 24/12 x μήνες απασχόλησης) (στρογγυλοποίηση του γινομένου) |
Όσες οι αποδοχές των δικαιούμενων ημερών αδείας για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο και με αναγωγή στα 24/25 του μισθού για τους αμειβόμενους με μισθό - (2 ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης.) |
Αναλογικά βάσει του χρόνου απασχόλησης και των αποδοχών αδείας και μέχρι συμπλήρωσης 13 ημερομισθίων ή ½ του μισθού |
2ο ημερολογιακό έτος [ από 01/01 έως την συμπλήρωση δωδεκαμήνου από την πρόσληψη] |
20/12 x μήνες απασχόλησης (στρογγυλοποίηση του γινομένου) |
2 μέρες ανά μήνα ή 24/12 x μήνες απασχόλησης (στρογγυλοποίηση του γινομένου) |
Όσες οι αποδοχές των δικαιούμενων ημερών αδείας για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο και με αναγωγή στα 24/25 του μισθού για τους αμειβόμενους με μισθό (2 ημερομίσθια ή 2/25 του μηνιαίου μισθού) |
Αναλογικά βάσει του χρόνου απασχόλησης και των αποδοχών αδείας και μέχρι συμπλήρωσης 13 ημερομισθίων ή ½ του μισθού |
2ο ημερολογιακό έτος [ από 01/01 έως 31/12 - μετά τη συμπλήρωση δωδεκαμήνου από την πρόσληψη ] |
21 ημέρες για όλο το έτος ή (21/12 χ μήνες απασχόλησης ) ή 1,75 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης - (στρογγυλοποίηση του γινομένου) |
25 ημέρες ή (25/12 χ μήνες απασχόλησης) ή 2,083 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης ( στρογγυλοποίηση του γινομένου) |
Όσες οι αποδοχές των δικαιούμενων ημερών αδείας για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο και με αναγωγή στα 25/25 του μισθού για τους αμειβόμενους με μισθό (2,0833 ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης ή 2,08333/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε μήνα.) |
Αναλογικά βάσει του χρόνου απασχόλησης και των αποδοχών αδείας και μέχρι συμπλήρωσης 13 ημερομισθίων ή ½ μηνιαίου μισθού |
3ο έτος έως και 9ο έτος (και μέχρι συμπλήρωσης 24 μηνών από την πρόσληψη) |
21 ημέρες |
25 ημέρες |
25 ημερομίσθια ή 1 μηνιαίο μισθό εφόσον η άδεια διαρκεί ένα ολόκληρο μήνα |
13 ημερομίσθια ή ½ μηνιαίο μισθό |
3ο έτος έως και 9ο έτος μετά την συμπλήρωση 24 μηνών από την πρόσληψη |
22 ημέρες |
26 ημέρες |
26 ημερομίσθια ή 1 μηνιαίο μισθό εφόσον η άδεια διαρκεί ένα ολόκληρο μήνα |
13 ημερομίσθια ή ½ μηνιαίο μισθό |
ΜΕ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΠΡΟΥΠΗΡΕΙΣΑ 12 ΕΤΩΝ ΣΕ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΕΡΓΟΔΟΤΗ |
||||
Από την πρόσληψη μέχρι την 31/12ου του πρώτου έτους |
25/12 ανά μήνα ή 2,0833 ημέρες ανά μήνα |
2,5 ημέρες ανά μήνα ή 30/12 ανά μήνα |
2,5 ημερομίσθια ή 2,5/25 του μηνιαίου μισθού |
Ποσό ίσο με τις αποδοχές και μέχρι το 1/2 του μισθού ή 13 ημερομίσθια |
Από την 1/1 του δεύτερου ημερολογιακού έτους και μέχρι την 31/12 |
25/12 ανά μήνα ή 2,0833 ημέρες ανά μήνα |
2,5 ημέρες ανά μήνα ή 30/12 ανά μήνα |
2,5 ημερομίσθια ή 2,5/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε μήνα και σε περίπτωση απασχόλησης όλο το δεύτερο έτος 30 ημερομίσθια ( 30/25 μηνιαίου μισθού) |
13 ημερομίσθια ή ½ μηνιαίο μισθό |
Από την τρίτο έτος και μετά |
25 ημέρες |
30 ημέρες |
30 ημερομίσθια ή 30/25 του μηνιαίου μισθού |
13 ημερομίσθια ή ½ μηνιαίο μισθό |
ΜΕ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΠΡΟΥΠΗΡΕΙΣΑ 25 ΕΤΩΝ ΣΕ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΑΡΘΡΟ 3 της ΕΓΣΣΕ ( ΠΚ. 13 - 18/4/2008 ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΩΝ 2008 ΚΑΙ 2009) |
||||
Από την πρόσληψη μέχρι την 31/12ου του πρώτου έτους |
26/12 ανά μήνα ή 2,1666 ημέρες ανά μήνα |
2,5833 ημέρες ανά μήνα ή 31/12 ανά μήνα |
2,58333 ημερομίσθια ή 2,58333/25 του μηνιαίου μισθού |
Ποσό ίσο με τις αποδοχές και μέχρι το 1/2 του μισθού ή 13 ημερομίσθια |
Από την 1/1 του δεύτερου ημερολογιακού έτους και μέχρι την 31/12 |
26/12 ανά μήνα ή 2,1666 ημέρες ανά μήνα |
2,5833 ημέρες ανά μήνα ή 31/12 ανά μήνα |
2,58333 ημερομίσθια ή 2,58333/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε μήνα και σε περίπτωση απασχόλησης όλο το δεύτερο έτος 301ημερομίσθια ( 31/25 μηνιαίου μισθού) |
Ποσό ίσο με τις αποδοχές και μέχρι το 1/2 του μισθού ή 13 ημερομίσθια |
Από την τρίτο έτος και μετά |
26 ημέρες |
31 ημέρες |
31 ημερομίσθια ή 31/25 του μηνιαίου μισθού |
13 ημερομίσθια ή ½ μηνιαίο μισθό |
Κατά κανόνα η άδεια αναπαύσεως των μισθωτών χορηγείται ολόκληρη, άπαξ του έτους. Ωστόσο, σύμφωνα με την περίπτωση 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.14 του άρθρου πρώτου του N. 4093/2012, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δυο (2) περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της άδειας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργασίμων ημέρων επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών.
Η κατάτμηση του χρόνου άδειας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δυο περιόδων, από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζόμενου προς τον εργοδότη.
Ειδικά, σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσωπικό και παρουσιάζουν ιδιαίτερη σώρευση εργασίας που οφείλεται στο είδος ή στο αντικείμενο εργασιών τους σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, για το τακτικό προσωπικό, ο εργοδότης δύναται να χορηγεί το τμήμα της αδείας των 10 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 επί εξαημέρου, οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους.
Η αίτηση του εργαζόμενου, καθώς και η απόφαση του εργοδότη δεν απαιτούν έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ, διατηρούνται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας.
Αποδοχές
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Α.Ν. 539/45, κατά τη διάρκεια της αδείας του ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τις «συνήθεις αποδοχές», δηλαδή τις αποδοχές εκείνες που θα ελάμβανε εάν εργαζόταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο. Στις αποδοχές περιλαμβάνεται ότι καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικώς και μονίμως ως αντάλλαγμα της εργασίας του (Εφ. Αθ. 1950/1995).
Αποδοχές, μεταξύ άλλων, αποτελούν και : α) η αμοιβή για τακτική εργασία κατά Κυριακή, εορτές ή νύκτα (Α.Π. 659/2003, Α.Π. 1449/2002, Α.Π. 273/93, Α.Π. 540/85, Α.Π. 1318/84 κλπ), β) η αμοιβή για υπερεργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά (Α.Π. 702/2002, Α.Π. 703/2002, Α.Π. 588/93, Εφ. Αθηνών 371/85 κλπ), γ) η αμοιβή για νόμιμη τακτική υπερωρία που θα πραγματοποιούσε ο μισθωτός κατά το διάστημα της αδείας του, αν εργαζόταν κατά το διάστημα αυτό (Α.Π. 911/1986, Εφ. Αθηνών 1950/1995 κλπ).
Στις αποδοχές αδείας, δεν υπολογίζονται, μεταξύ άλλων η αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή εργασία (Α.Π. 1339/2005), ούτε η αναλογία των δώρων εορτών (Εφ. Αθ. 1950/1995), διότι οι αποδοχές αδείας συσχετίζονται με τις αποδοχές του διαστήματος της άδειας και όχι αορίστως με τις τακτικές αποδοχές όπως συμβαίνει με τα δώρα (επιδόματα) εορτών στα οποία υπολογίζεται η αναλογία του επιδόματος αδείας.
Επίδομα Αδείας
Εκτός από τις αποδοχές αδείας οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν και «Επίδομα αδείας» (άρθρο 3 του Ν. 4504/66). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί συνακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας, είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβεί, για όσους μεν αμείβονται με μισθό, τον μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια.
Χρόνος καταβολής
Τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 8 του Α.Ν. 539/45, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 4547/1966.
Αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας επί λύσεως της σχέσεως εργασίας
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, αποχώρηση απ’ την εργασία κ.λ.π.) πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρθρο 1, παρ. 3 του Ν.1346/1983).
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 1892/1990 όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 59 του Ν.4635/2019, οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί καθώς και οι εργαζόμενοι με εκ περιτροπής εργασία έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επιδόματος αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν, εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει.
Αναφορικά με τη χορήγηση άδειας σε εργαζόμενους με διαλείπουσα ή εκ περιτροπής εργασία, εφαρμογή έχει η παρ. 2 του άρθρου 2 του Α.Ν.539/45 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1346/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν.3302/2004. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω ρύθμιση, ο μισθωτός με διαλείπουσα εργασία δικαιούται για κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές, ίση με το ένα δωδέκατο της άδειας που δικαιούται ένας πλήρως απασχολούμενος για κάθε μήνα απασχόλησης από την ημέρα της πρόσληψης.
Για τον υπολογισμό της άδειας αυτής ως μήνας θεωρείται η απασχόληση είκοσι πέντε (25) ημερών. Αν προκύπτει κατά τον υπολογισμό αυτής της παραγράφου, κλάσμα χρόνου άδειας που υπερβαίνει τη μισή ημέρα, το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα. Το επίδομα αδείας ισούται με τις αποδοχές αδείας με τον περιορισμό ότι δεν δύναται να υπερβεί το μισό μισθό ή τα δεκατρία ημερομίσθια. Δικαίωμα λήψεως αδείας αποκτά στη συγκεκριμένη μορφή απασχόλησης ο μισθωτός, από της προσλήψεως του, για κάθε 25 ημέρες πραγματικής εργασίας.
Στην περίπτωση μη χορηγήσεως της αδείας μέχρι την 31 Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. O εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές αδείας, απλές μεν όταν δεν υπάρχει πταίσμα του ιδίου, διπλές δε, δηλαδή με προσαύξηση κατά 100%, όταν υπάρχει και πταίσμα του εργοδότη (Α.Ν. 539/1945 και Ν.Δ. 3755/1957, Ν.4808/2021, Εγκ. 64597/2021).
Κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού περί «εγκαταλείψεώς του εις την άδεια δικαιώματός του ή παραιτήσεως αυτού απ’ το δικαίωμα της αδείας», θεωρείται ανύπαρκτος, έστω και αν προβλέπει την καταβολή εις αυτόν προσαυξημένης αποζημιώσεως (άρθρο 5 παρ. 1 ΑΝ. 539/45).
Εντός δύο μηνών από την ημέρα διατύπωσης του αίτηματος άδειας, πρέπει να του καταβληθεί η άδεια.
Η χορήγηση της άδεια γίνεται σύμφωνα με το ημερολογιακό έτος.
Τα δύο πρώτα έτη υπολογίζεται αναλογία.
Ενώ το τρίτο έτος, μία ημέρα να απασχοληθεί ο εργαζόμενους δικαιούται ολόκληρη την άδειά του.
Απαγόρευση της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας κατά τη διάρκεια της αδείας
Κατά τη διάρκεια της αδείας απαγορεύεται η απόλυση του μισθωτού από τον εργοδότη (άρθρο 5 παρ. 6 Α.Ν. 539/45).
Απαγόρευση της απασχόλησης κατά τη διάρκεια της αδείας.
Απαγορεύεται η ανάληψη οποιασδήποτε έμμισθης εργασίας από τον εργαζόμενο, όσο βρίσκεται σε άδεια. Εργοδότης που θα απασχολήσει εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της ετήσιας κανονικής του άδειας, δικαιούται να μην καταβάλλει αμοιβή σε αυτόν για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα (παρ. 2 του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/45).
Βιβλίο Αδειών
Σύμφωνα με την περίπτωση 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.5 του άρθρου πρώτου του Ν. 4254/2014, κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες:
Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού έτους λήψης της κανονικής άδειας.
Το Βιβλίο αδειών πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία της εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας.
Πέραν της τήρησης του Βιβλίου αδειών, οι εργοδότες έχουν την υποχρέωση να γνωστοποιούν ηλεκτρονικά στο Πληροφοριακό Σύστημα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με την ονομασία «ΕΡΓΑΝΗ», εντός του μηνός Απριλίου, στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος (ΥΑ 109084/2021).
Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, σε βάρος του εργοδότη, κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Ν. 3996/2011 όπως ισχύει.
Με υπουργική απόφαση ρυθμίζεται κάθε όρος και αναγκαία λεπτομέρεια για την υποβολή του σχετικού εντύπου (Έντυπο Ε11-Γνωστοποίηση στοιχείων ετήσιας κανονικής άδειας).
Αποζημίωση αδείας
Εάν
λήξει η σύμβαση εργασίας με οποιονδήποτε
τρόπο (απόλυση, παραίτηση, θάνατος
εργαζόμενου, λήξη σύμβασης ορισμένου
χρόνου), και ο εργαζόμενος δεν είχε πάρει
την κανονική του άδεια που του οφείλεται,
τότε δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες
θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια
(αρ.1, παρ.3, του Ν.1346/1983). Αποζημίωση άδειας
και επίδομα άδειας, αναλόγως προς τον
χρόνο υπηρεσίας.
α) Κατά
το πρώτο ημερολογιακό έτος
που έγινε η πρόσληψή του, δικαιούται να
λάβει 2
ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού
για κάθε μήνα απασχόλησης, όπως και 2
ημερομίσθια σαν επίδομα αδείας (με τον
περιορισμό του μισού μισθού ή των 13
ημερομισθίων).
β) Κατά
το δεύτερο ημερολογιακό έτος,
ο μισθωτός επίσης δικαιούται επίσης 2
ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού
για κάθε μήνα απασχόλησης, όπως και 2
ημερομίσθια σαν επίδομα αδείας( με τον
περιορισμό του μισού μισθού ή των
13ημερομισθίων).
γ) Κατά
το τρίτο ημερολογιακό έτος
και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές
πλήρους άδειας και επιδόματος αδείας,
που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα
δικαιούταν ο μισθωτός εάν έπαιρνε την
άδειά του κατά το χρονικό διάστημα της
λύσης της σχέσης εργασίας.
Προσοχή: Η προσαύξηση αυτή προϋποθέτει πταίσμα του εργοδότη.
Δεν οφείλεται ο διπλασιασμός των αποδοχών του χρόνου διάρκειας της άδειας, όταν για την μη χορήγησή της δεν ευθύνεται κατά οποιοδήποτε τρόπο ο εργοδότης (Α.Π.96/69, Α.Π.356/70).
Δεν αρκεί η μη χορήγηση της άδειας, αλλά απαιτείται να υπάρχει και πταίσμα (αρκεί και ελαφρά αμέλεια) του εργοδότη (Α.Π.889/89).
Δηλαδή αν παρήλθε η 31/12 και ο εργαζόμενος σκόπιμα δεν ζήτησε το υπόλοιπο της αδείας του με σκοπό να αποσπάσει την ποινή του 100%, τότε ο εργοδότης δεν οφείλει το 100%.
Έγγραφο 1359/27.3.89 Υπ.Εργασίας: « Η ύπαρξη ή όχι πταίσματος του εργοδότη ερευνάται σε κάθε περίπτωση από τα δικαστήρια που είναι αρμόδια να κρίνουν μετά την προσφυγή των ενδιαφερομένων».
«Οι κανονικές αποδοχές αδείας υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές, η δε προσαύξηση αυτών κατά 100% όχι, γιατί θεωρείται ότι η τελευταία έχει τον χαρακτήρα της ποινής για τον εργοδότη» (Έγγραφο Υπ.Εργασίας 94/61, Α.Π. 1890/83).
Παράδειγμα :
Ένας εργαζόμενος με μηναίο ακαθάριστο μισθό 700€, έπειτα από 5 έτη εργασίας στον ίδιο εργοδότη αποχωρεί στις 15/2. Να υπολογιστεί το επίδομα άδειας που δικαιούται.
700 / 2 = 350€
Μία επιχείρηση προσέλαβε έναν εργαζόμενο στις 8/3 με μηναίο ακαθάριστο μισθό 700€ και στις 28/10 του ίσιου έτος αποχώρησε οικειοθελώς. Να υπολογιστεί το επίδομα και η αποζημίωση άδειας που δικαιούται.
Από 8/3 έως 28/10 είναι συνολικά 7 μήνες και 20 ημέρες.
Ως επίδομά άδειας το δικαιούται ολόκληρο 700/2=350€
Ως αποζημίωση άδειας :
Για τους 7 μήνες δικαιούται 14 ημέρες δηλ. 7 μήνες * 2 ημέρες ανά μήνα
Για τις 20 ημέρες δικαιούται 2 * 20 / 30 = 1,33
Συνολικά 14 + 1,33 = 15,33
700 /25 = 28€
28 * 15,33 = 429,33€
Λύση Σύμβασης Εργασίας
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Λύση σύμβασης αορίστου χρόνου
Από 1/1/2022, καταργείται κάθε διάκριση μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών αναφορικά με την προθεσμία προμήνυσης και την καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και κάθε διάταξη, που διέπει την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας των υπαλλήλων, εφαρμόζεται και επί των εργατοτεχνιτών.
Η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λύεται οποτεδήποτε με καταγγελία είτε από την πλευρά του εργοδότη (απόλυση) είτε από την πλευρά του εργαζόμενου (παραίτηση/οικειοθελής αποχώρηση).
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από την πλευρά του εργοδότη διακρίνεται σε τακτική και σε άτακτη.
Η τακτική καταγγελία επιφέρει τη λύση της σύμβασης μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας και εφαρμόζεται μόνο σε υπαλλήλους.
Στην περίπτωση της τακτικής καταγγελίας:
η διάρκεια του χρονικού διαστήματος προμήνυσης κλιμακώνεται ανάλογα με την προϋπηρεσία του υπαλλήλου
η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης μειώνεται στο ½ αυτής που θα οφειλόταν εάν δεν είχε προηγηθεί η προμήνυση.
Με τη διάταξη του άρθ. 65 ν. 4808/2021, προβλέπεται ότι με την κοινοποίηση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας με προμήνυση, ο εργοδότης μπορεί να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την υποχρέωση παροχής της εργασίας, μερικώς ή πλήρως. Κατά το διάστημα αυτό, οι αποδοχές του εργαζομένου καταβάλλονται πλήρως από τον καταγγέλοντα εργοδότη μέχρι την εκπνοή του χρόνου προμήνυσης, ενώ ο εργαζόμενος μπορεί να αναλάβει εργασία σε έτερο εργοδότη χωρίς δυσμενείς συνέπειες γι αυτόν ως προς τα αποτελέσματα της καταγγελίας, το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης κατά την εκπνοή του χρόνου της προμήνυσης και τις αποδοχές που οφείλονται από τον καταγγέλλοντα εργοδότη κατά το διάστημα της προμήνυσης.
Η άτακτη καταγγελία επιφέρει τη λύση της σύμβασης άμεσα, δηλαδή αφ΄ ης στιγμής το έγγραφο της καταγγελίας επιδοθεί στον εργαζόμενο. Η άτακτη καταγγελία είναι η μοναδική μορφή καταγγελίας που μπορεί να εφαρμοστεί για τους εργατοτεχνίτες. Σε αντίθεση προς την τακτική καταγγελία, ο εργοδότης οφείλει στον απολυόμενο ολόκληρη (και όχι τη μισή) αποζημίωση.
Για την έγκυρη άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου απαιτείται:
η τήρηση έγγραφου τύπου
η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης
η καταχώριση του εργαζομένου στο τηρούμενο μισθολόγιο του ασφαλιστικού φορέα ή η ασφάλιση του απολυόμενου.
Καταβολή αποζημίωσης
Η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα με την καταγγελία της σύμβασης, εκτός της περίπτωσης της τακτικής καταγγελίας, όπου η καταβολή της γίνεται κατά τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης, διαφορετικά η καταγγελία θεωρείται άκυρη.
Η αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται ολόκληρη και δεν επιτρέπεται η μερική ή ελλιπής καταβολή της. Με την υπ’ αριθ. 26034/695/2019 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ B’ 2362) θεσπίζεται η υποχρεωτική καταβολή από τους εργοδότες της αποζημίωσης απόλυσης των εργαζομένων σε λογαριασμούς πληρωμών των δικαιούχων μισθωτών.
Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση των εργαζομένων που έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου και εφόσον η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης είναι μεγαλύτερη των αποδοχών δύο μηνών, τότε επιτρέπεται η τμηματική καταβολή της αποζημίωσης. Ειδικότερα, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο μηνών, ενώ το υπόλοιπο ποσό της αποζημίωσης καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, κάθε μία εκ των οποίων δεν μπορεί να είναι κατώτερη των αποδοχών δύο μηνών.
Η αποζημίωση απόλυσης υπολογίζεται με βάση:
την ιδιότητα του απολυόμενου ως εργατοτεχνίτη ή υπαλλήλου
τις τακτικές αποδοχές που λαμβάνει ο εργαζόμενος υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης κατά τον τελευταίο μήνα πριν την καταγγελία
το χρόνο υπηρεσίας του απολυόμενου στον συγκεκριμένο εργοδότη.
Τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη επιπλέον του νομίμου ή συμπεφωνημένου μισθού σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας χορηγουμένη παροχή του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται, λόγω της τακτικότητας της παροχής τους (θεωρούμενων δηλαδή και αυτών ως τακτικών αποδοχών), και η ποσοστιαία μηνιαία αναλογία των επιδομάτων εορτών και αδείας που προβλέπονται από την αριθμ. 19040/1981 (ΦΕΚ Β’ 742) Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και από την παρ. 16 του άρθρου 3 του ν. 4504/1966 (ΦΕΚ Α’ 57) αντίστοιχα, η οποία (αναλογία) τις προσαυξάνει κατά το 1/6.
Ακυρότητα καταγγελίας
Με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021 ομαδοποιούνται οι περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και παρατίθενται περιπτώσεις όπου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη για συγκεκριμένους λόγους, όπως όταν οφείλεται σε δυσμενή διάκριση σε βάρος του εργαζομένου, σε ενάσκηση νόμιμων δικαιωμάτων του ή όταν αντίκειται σε ειδική διάταξη νόμου. Ο εργαζόμενος που ισχυρίζεται ότι η απόλυσή του έγινε για έναν από τους λόγους της παρ. 1 του άρθρου 66 αρκεί να αποδείξει πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για τον επικαλούμενο λόγο. Σε μια τέτοια περίπτωση εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον λόγο αυτό.
Αν η απόλυση πάσχει για λόγο διαφορετικό από τους λόγους της παρ. 1, το δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε άλλης συνέπειας, μετά από αίτημα του εργαζομένου ή του εργοδότη, επιδικάζει υπέρ του εργαζομένου ποσό πρόσθετης αποζημίωσης. Η πρόσθετη αυτή αποζημίωση μπορεί να επιδικασθεί, αντί της αναγνώρισης ακυρότητας της καταγγελίας, με μόνο το αίτημα του εργαζομένου και στην περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης πάσχει για κάποιον από τους λόγους της παρ. 1.
Επιπλέον, σύμφωνα με τη ρύθμιση της παρ. 5 του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021, στην περίπτωση που έχει ήδη καταβληθεί η αποζημίωση απόλυσης αλλά δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (Α’ 98), το κύρος της καταγγελίας ισχυροποιείται, εφόσον ο εργοδότης καλύψει την τυπική παράλειψη εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την επίδοση της σχετικής αγωγής ή από την υποβολή αιτήματος επίλυσης εργατικής διαφοράς. Τέλος, σε περίπτωση καταβολής ελλιπούς αποζημίωσης λόγω σφάλματος ή πλάνης του εργοδότη, η καταγγελία δε λογίζεται άκυρη αλλά διατάσσεται η συμπλήρωση της αποζημίωσης.
Το άρθρο 66 εφαρμόζεται από 19.6.2021, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4808/2021 (ΦΕΚ Α’ 101)
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ & ΕΡΓΑΤΟΤΕΧΝΙΤΩΝ (άρθρο 64, Ν.4808/2021
(Ν. 2112/1920, Ν. 3198/55, Ν. 3899/2010 & Ν.4093/2012, Ν.4808/2021)
Καταγγελία ΧΩΡΙΣ προειδοποίηση |
Καταγγελία ΜΕ προειδοποίηση. |
||||
Χρόνος υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη |
Ποσό αποζημιώσεως |
Επιπλέον ποσό αποζημιώσεως |
χρόνος προειδοποίησης |
Ποσό αποζημιώσεως |
Επιπλέον ποσό αποζημιώσεως |
1 έτος συμπλ. έως 2 έτη |
2 μηνών |
|
1 μήνας |
1 μηνός |
|
2 έτη συμπλ. έως 4 έτη |
2 μηνών |
|
2 μήνες |
1 μηνός |
|
4 έτη συμπλ.έως 5 έτη |
3 μηνών |
2 μήνες |
1 1/2 μηνός |
||
5 έτη συμπλ.έως 6 έτη |
3 μηνών |
3 μήνες |
1 1/2 μηνός |
||
6 έτη συμπλ.έως 8 έτη |
4 μηνών |
3 μήνες |
2 μηνών |
||
8 έτη συμπλ έως 10 έτη |
5 μηνών |
3 μήνες |
2 1/2 μηνών |
||
10 έτη συμπληρωμένα |
6 μηνών |
4 μήνες |
3 μηνών |
||
11 έτη συμπληρωμένα |
7 μηνών |
4 μήνες |
3 1/2 μηνών |
||
12 έτη συμπληρωμένα |
8 μηνών |
4 μήνες |
4 μηνών |
||
13 έτη συμπληρωμένα |
9 μηνών |
4 μήνες |
4 1/2 μηνών |
||
14 έτη συμπληρωμένα |
10 μηνών |
4 μήνες |
5 μηνών |
||
15 έτη συμπληρωμένα |
11 μηνών |
4 μήνες |
5 1/2 μηνών |
||
16 έτη συμπληρωμένα και άνω |
12 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
||
Χρόνος υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη (αφορά ιδιωτ. υπαλλήλους που την 12-11-2012 έχουν συμπληρώσει 17 έτη και άνω) |
|
Κατά τον κάτωθι υπολογισμό δεν λαμβάνονται υπόψη οι τακτικές αποδοχές κατά το ποσό που υπερβαίνουν τα 2.000 ευρώ |
|
|
Κατά τον κάτωθι υπολογισμό δεν λαμβάνονται υπόψη οι τακτικές αποδοχές κατά το ποσό που υπερβαίνουν τα 2.000 ευρώ |
17 έτη συμπληρωμένα |
12 μηνών |
+ 1 μηνός |
4 μήνες |
6 μηνών |
+ 1/2 μηνός |
18 έτη συμπληρωμένα |
12 μηνών |
+ 2 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
+ 1 μηνός |
19 έτη συμπληρωμένα |
12 μηνών |
+ 3 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
+ 1 1/2 μηνός |
20 έτη συμπληρωμένα |
12 μηνών |
+ 4 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
+ 2 μηνών |
21 έτη συμπληρωμένα |
12 μηνών |
+ 5 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
+ 2 1/2 μηνών |
22 έτη συμπληρωμένα |
12 μηνών |
+ 6 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
+ 3 μηνών |
23 έτη συμπληρωμένα |
12 μηνών |
+ 7 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
+ 3 1/2 μηνών |
24 έτη συμπληρωμένα |
12 μηνών |
+ 8 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
+ 4 μηνών |
25 έτη συμπληρωμένα |
12 μηνών |
+ 9 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
+ 4 1/2 μηνών |
26 έτη συμπληρωμένα |
12 μηνών |
+ 10 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
+ 5 μηνών |
27 έτη συμπληρωμένα |
12 μηνών |
+ 11 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
+ 5 1/2 μηνών |
28 έτη συμπληρωμένα και άνω |
12 μηνών |
+ 12 μηνών |
4 μήνες |
6 μηνών |
6 μηνών |
Με βάση τα παραπάνω, μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4093/2012 το ανώτατο ύψος της αποζημίωσης λόγω απολύσεως ανέρχεται σε 12 μηνιαίους μισθούς για τους εργαζόμενους που συμπλήρωσαν 16 έτη υπηρεσίας και πάνω. Ο υπολογισμός της αποζημίωσης γίνεται με βάση τις αποδοχές του τελευταίου μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Το σύνολο των μισθών της αποζημίωσης προσαυξάνεται κατά 1/6.
Με τον Ν. 4093/2012 τέθηκε μεταβατική διάταξη και προβλέφθηκε ειδικός τρόπος καταβολής της αποζημίωσης απολύσεως σε όσους υπαλλήλους κατά το χρόνο δημοσίευσης του άνω νόμου (12/11/2012) είχαν συμπληρώσει πάνω από 17 έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη. Συγκεκριμένα:
Ιδιωτικοί υπάλληλοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που στις 12-11-2012, ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου 4093/2012, έχουν συμπληρώσει δεκαεπτά (17) έτη υπηρεσίας και άνω στον ίδιο εργοδότη, δικαιούνται, εκτός της προβλεπόμενης κατά τα ανωτέρω αποζημίωσης, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής τους, οποτεδήποτε και αν απολυθούν, δικαιούται, επιπλέον αποζημίωση που αυξάνεται κατά ένα μηνιαίο μισθό για κάθε επιπλέον έτος υπηρεσίας μέχρι και 12 μηνιαίους μισθούς.
Για τον ανωτέρω υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη:
α) ο χρόνος υπηρεσίας, που συμπλήρωσε ο εργαζόμενος στον ίδιο εργοδότη στις 12-11-2012, ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου 4093/2012, οποτεδήποτε κι αν απολυθεί.
β) δεν λαμβάνεται υπόψη η επιπλέον υπηρεσία που διένυσε ο εργαζόμενος στον ίδιο εργοδότη μετά τις 12-11-2012
γ) Ο υπολογισμός της επιπλέον αυτής αποζημίωσης γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα, πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τακτικές αποδοχές κατά το ποσό που υπερβαίνουν τις δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΕΡΓΑΤΟΤΕΧΝΙΤΩΝ |
|
Χρόνος υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη |
Ποσό Αποζημίωσης |
από 1 έτος συμπληρωμένα έως 2 έτη |
7 ημερομίσθια |
από 2 έτη συμπληρωμένα έως 5 έτη |
15 ημερομίσθια |
από 5 έτη συμπληρωμένα έως 10 έτη |
30 ημερομίσθια |
από 10 έτη συμπληρωμένα έως 15 έτη |
60 ημερομίσθια |
από 15 έτη συμπληρωμένα έως 20 έτη |
100 ημερομίσθια |
από 20 έτη συμπληρωμένα έως 25 έτη |
120 ημερομίσθια |
από 25 έτη συμπληρωμένα έως 30 έτη |
145 ημερομίσθια |
από 30 έτη συμπληρωμένα και άνω |
165 ημερομίσθια |
Λύση της σύμβασης εργασίας λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος
Προβλέψεις της διάταξης του εδαφίου (β) του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 περί καταγγελίας της σύμβασης ή αποχώρησης του μισθωτού λόγω συνταξιοδότησης:
Σύμφωνα με το εδάφιο (β) του αρθρ. 8 του ν. 3198/1955, για τη λήψη μειωμένης αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
ο εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση σύνταξης
έχει συμπληρώσει πριν από την αποχώρηση ή απόλυση ή συμπληρώνει κατά την αποχώρηση ή απόλυση τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος (όχι μειωμένης σύνταξης ή σύνταξης αναπηρίας)
αποχωρεί οικειοθελώς από την εργασία ή απολύεται (αν είναι υπάλληλος) ή αποχωρεί οικειοθελώς (αν είναι εργατοτεχνίτης).
Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις ο εργαζόμενος λαμβάνει, εφόσον έχει και επικουρική ασφάλιση, το 40%, ενώ όταν δεν έχει επικουρική ασφάλιση το 50% της αποζημίωσης, την οποία θα εδικαιούτο να λάβει στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης χωρίς προειδοποίηση
Οικειοθελής Αποχώρηση
Ο εργαζόμενος δύναται και ο ίδιος να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και έχει υποχρέωση, αν είναι υπάλληλος, να καταγγείλει τη σύμβαση αυτή προ χρόνου ίσου με το ½ του οριζόμενου από το νόμο για τον εργοδότη σε περίπτωση τακτικής καταγγελίας. Ο χρόνος όμως αυτός δε μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί τους τρεις μήνες ούτε η αποζημίωση που οφείλεται σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρέωσης προειδοποιήσεως, να υπερβεί το ποσό των τριών μηνών (άρθρο 4 του Ν.2112/20). Η οικειοθελής αποχώρηση του μισθωτού αναγγέλλεται από τον εργοδότη, ηλεκτρονικά, στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ», το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα αποχώρησης του μισθωτού. Η αναγγελία θα πρέπει να συνοδεύεται υποχρεωτικά είτε από ηλεκτρονικά σαρωμένο έντυπο, υπογεγραμμένη από τα δύο μέρη είτε από εξώδικη δήλωση του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, με την οποία τον ενημερώνει ότι έχει χωρήσει οικειοθελής αποχώρησή του και ότι αυτή θα αναγγελθεί στο ΠΣ «ΕΡΓΑΝΗ». Στην τελευταία περίπτωση, η εξώδικη δήλωση του εργοδότη επιδίδεται στον εργαζόμενο το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την οικειοθελή του αποχώρηση και η αναγγελία γίνεται την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης. Αν ο εργοδότης δεν τηρήσει εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής των συνοδευτικών εγγράφων, η σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι λύθηκε με άτακτη καταγγελία του εργοδότη (άρθρο 38 του Ν.4488/2017).
ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΜΕ ΜΗΝΙΑΙΟ ΜΙΣΘΟ
Για κάθε μήνα αποζημίωσης ο μισθωτός αμείβεται με ποσό που προκύπτει αν ο καταβαλλόμενος ακαθάριστος μηνιαίος μισθός του τελευταίου μήνα πριν από την καταγγελία, προσαυξηθεί κατά 2/12 ή 1/6.
Η προσαύξηση αυτή οφείλεται στο ότι συνυπολογίζονται στη αποζημίωση και τα ποσά που καταβάλλονται ως επιδόματα ( δώρα) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος άδειας που αποτελούν δύο μηνιαίους μισθούς.
Η ως άνω προσαύξηση δεν ισχύει για τους οικοδόμους, διότι τα δώρα τους καταβάλλονται από το ΕΦΚΑ.
Αν ο μισθωτός αμείβεται με κυμαινόμενες αποδοχές λόγω του συστήματος αμοιβής της εργασίας π.χ. κατά μονάδα παραγωγής, ποσοστά επί πωλήσεων κ.λ.π. τότε το ύψος της μηνιαίας αποζημίωσης θα προκύψει από τον μέσο όρο των αποδοχών του τελευταίου διμήνου. Αν αμείβεται με σταθερό μισθό και ποσοστά, το μηνιαίο ποσό της αποζημίωσης θα προκύψει αν στο σταθερό ποσό του μισθού του τελευταίου μήνα, προστεθεί το ποσό του μέσου όρου των ποσοστών του τελευταίου διμήνου.
Ο Φόρος, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.3842/2010 (23/4/2010), υπολογίζεται με βάση τον παρακάτω πίνακα:
Κλιμάκιο Αποζημίωσης (ευρώ) |
Φορολογικός Συντελεστής (%) |
0-60.000 |
0% |
60.001-100.000 |
10% |
100.001-150.000 |
20% |
150.001 και άνω |
30% |
Σημειώνεται ότι ο φόρος παρακρατείτε κατά την πληρωμή της αποζημίωσης του εργαζόμενου, το οποίο εξαντλεί τη φορολογική υποχρέωση.
Η αποζημίωση απόλυσης θα καταχωρηθεί στο Ε1 στον κωδικό 657/658 και δεν θα υπολογιστεί σ΄ αυτή έκτακτη εισφορά.
Δεν έχει κρατήσεις ΕΦΚΑ η αποζημίωση απόλυσης.
Παράδειγμα:
Ένας εργαζόμενος με μηνιαίο ονομαστικό μισθό 650 € δικαιούται κατά την απόλυση του δέκα μήνες αποζημίωση. Να υπολογιστεί η αποζημίωση.
650 * 1 / 6 = 108,33 άρα 650 + 108,33 = 758,33 άρα 758,33 * 10 = 7.583,33€
2. Ένας εργαζόμενος με ακαθάριστο ημερομίσθιο 90€ δικαιούται κατά την απόλυση του 60 ημερομίσθια αποζημίωση. Να υπολογιστεί η αποζημίωση.
90 * 1 / 6 = 15 άρα 90 +15 = 105 άρα 105 * 60 = 6.300€
3. Ο ακαθάριστος μισθός ενός πωλητή είναι 700€. Οι προμήθειες των πωλήσεων για τον μήνα Σεπτέμβριος είναι 150€, για τον Οκτώβριο είναι 200€, για τον Νοέμβριο είναι 80€ και για τον Δεκέμβριο 120€. Αν η καταγγελία της σύμβασης έγινε 31/12/2013 και ο μισθωτός είχε προϋπηρεσία 7 χρόνια στην επιχείρηση, να υπολογιστεί η αποζημίωση που δικαιούται.
Μέσος όρος επιπλέων αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών
80 + 120 = 200 και 200 / 2 = 100
Άρα 700 + 100 = 800
800 * 1 / 6 = 133,33 άρα 800 + 133,33 = 933,33 άρα 933,33 * 4 = 3.733,33€
Μια επιχείρηση προσέλαβε έναν μισθωτό στις 1/5/2005 με μισθό 900€ και στις 31/10/2013 τον απέλυσε. Να υπολογιστούν :
Α. Η αποζημίωση που δικαιούται.
Β. Αν τον είχαν προειδοποιήσει νωρίτερα, τι θα δικαιούταν.
Γ. Αν αμειβόταν με ημερομίσθιο 60€, ποια θα ήταν αποζημίωση του.
Έτη : 2005 – 2006 -2007 -2008 -2009 – 2010 – 2011 -2012 – 2013
Άρα 8 έτη συμπληρωμένα, οπότε 8 – 10 έτη δικαιούται 5 μήνες
Α. 900 * 1 / 6 = 150 άρα 900 + 150 = 1.050 άρα 1.050 * 5μήνες = 5.250€
Β. 5.250 * 50% = 2.625€
Γ.
από 5 έτη συμπληρωμένα έως 10 έτη |
30 ημερομίσθιά |
60 * 1 / 6 = 10 άρα 60 +10 = 70 άρα 70 * 30 ημερομίσθια = 2.100
Επίδομα Ασθενείας
Σύμφωνα με το άρθρο 35 του Α.Ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 2961/1954, ο εργαζόμενος που απουσιάζει από την εργασία του λόγω ασθένειας, δικαιούται και επίδομα ασθενείας από τον ΕΦΚΑ με βάση τις εξής προϋποθέσεις:
(α) να έχει πραγματοποιήσει 120 τουλάχιστον ημέρες εργασίας (ασφάλισης) κατά το αμέσως προηγούμενο της αναγγελίας της ασθένειας ημερολογιακό έτος ή κατά το προηγούμενο της αναγγελίας αυτής δεκαπεντάμηνο, χωρίς όμως στην περίπτωση αυτή να υπολογίζονται οι ημέρες εργασίας του τελευταίου τριμήνου του δεκαπεντάμηνου.
(β) να πιστοποιείται η ανικανότητά του για εργασία λόγω ασθένειας από τον αρμόδιο ιατρό του ΕΦΚΑ.
(γ) η ασθένεια να μην οφείλεται σε πταίσμα του εργαζόμενου.
(δ) η αποχή από την εργασία λόγω ασθένειας να διήρκεσε πέραν των τριών ημερών
(ε) να μη λαμβάνει σύνταξη από τον ΕΦΚΑ.
Καταβολή επιδόματος ασθενείας: Το επίδομα ασθενείας καταβάλλεται λόγω της ανικανότητας προς εργασία για όλες τις ημέρες συμπεριλαμβανομένων και των μη εργάσιμων, άσχετα με την ανάγκη παροχής ιατρικής περίθαλψης. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση είναι η αποχή από κάθε εργασία του ασφαλισμένου. Πάντως, η τυχόν από τον εργοδότη μερική ή πλήρης καταβολή αποδοχών στον ασφαλισμένο δεν έχει στην προκείμενη περίπτωση καμία σημασία και το επίδομα ασθενείας καταβάλλεται πάντοτε ολόκληρο από τον ΕΦΚΑ.
Οικοδόμοι: Κατ’ εξαίρεση, όταν πρόκειται για οικοδόμους απαιτείται να έχουν πραγματοποιήσει α) 100 ημέρες εργασίας (ασφάλισης) στο προηγούμενο έτος ή δεκαπεντάμηνο και β) 200 ημέρες εργασίας, όλες σε οικοδομικές εργασίες, μέσα στα 2 προηγούμενα έτη ή 30μηνο, χωρίς να υπολογίζονται όμως οι ημέρες που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο του 30μηνου. Σε περίπτωση που δεν συντρέχουν και οι δύο αυτές προϋποθέσεις, τότε εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Ποσό επιδόματος ασθενείας: Το ποσό του ημερήσιου επιδόματος ασθενείας ανέρχεται στο μισό του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία κατατάσσεται ο ασφαλισμένος, βάσει του μέσου όρου των αποδοχών του κατά τις τελευταίες 30 ημέρες εργασίας που πραγματοποίησε κατά το προηγούμενο από την αναγγελία της ασθένειάς του ημερολογιακό έτος. Για την εξεύρεση του τεκμαρτού ημερομισθίου δεν συνυπολογίζονται τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας. Το ποσό που βρίσκεται κατά τον πιο πάνω τρόπο αποτελεί το βασικό επίδομα ασθενείας. Αυτό προσαυξάνεται περαιτέρω κατά 10% για κάθε προστατευόμενο μέλος της οικογένειας του ασφαλισμένου, με ανώτατο όριο το 70% του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης βάσει της οποίας υπολογίζεται αυτό και με ανώτερο όριο το τεκμαρτό ημερομίσθιο της 8ης ασφαλιστικής κλάσης.
Έναρξη επιδόματος ασθενείας – Χρονική διάρκεια καταβολής
Το επίδομα ασθενείας καταβάλλεται από την τέταρτη (4η) ημέρα που αναγγέλλεται ηανικανότητα προς εργασία στην υπηρεσία του ΕΦΚΑ. Δηλαδή υπολογίζεται 3ημερος χρόνος αναμονής, ο οποίος, κατά την κρατούσα άποψη, υπολογίζεται μόνο μία φορά κατ’ έτος. Ωστόσο, αν ο ασφαλισμένος αρρωστήσει εκ νέου μέσα στο έτος, απαιτείται για να καταβληθεί το επίδομα από την πρώτη ημέρα που αναγγέλλεται η ασθένεια στον ΕΦΚΑ, να διαρκέσει η ανικανότητά του προς εργασία πάνω από 3 ημέρες. Συνεπώς, διακρίνουμε τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Εάν ο μισθωτός ασθενήσει και απέχει από την εργασία του για διάστημα μέχρι 3 ημέρες, οσεσδήποτε φορές μέσα στο έτος, δεν δικαιούται να λάβει επίδομα ασθένειας. Αλλά ούτε και υπολογίζεται ο χρόνος αυτός σαν χρόνος αναμονής για άλλη περίπτωση ασθένειας και επομένως, αν αρρωστήσει στη συνέχεια μέσα στο αυτό έτος πάνω από 3 ημέρες θα του χορηγηθεί επίδομα ασθένειας από την 4η ημέρα. Ως εκ τούτου ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κάθε φορά τις αποδοχές ασθένειας 3 ημερών, όχι διαρκώς αλλά μέχρι να συμπληρωθεί ο μήνας ή ο μισός μήνας (κατ έτος) ανάλογα με τον χρόνο υπηρεσίας του μισθωτού (εγκύκλιος ΙΚΑ 68/26.6.1992).
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν 178/1967 και της εγκυκλίου ΙΚΑ με αριθμό 68/26.6.1992, στις ανωτέρω περιπτώσεις απουσίας για 1-3 ημέρες από την εργασία συνεπεία ασθένειας, για τις οποίες δεν καταβάλλεται επίδομα από τον ΕΦΚΑ, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλλει μόνο το μισό του ημερομισθίου ή του ανάλογου ημερήσιου μισθού, αδιάφορα αν πρόκειται για πρώτη ή δεύτερη φορά.
β) Αντίθετα, αν η ασθένεια διαρκέσει πάνω από 3 ημέρες, π.χ.12 ημέρες, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον ΕΦΚΑ επίδομα μόνο για τις 9 ημέρες της ασθένειας του, γιατί αφαιρείται ο 3ήμερος χρόνος αναμονής. Έτσι ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλλει, για μεν τις 3 πρώτες ημέρες το μισό (1/2) μόνο του ημερομισθίου ή του ανάλογου ημερήσιου μισθού, για δε τις υπόλοιπες 9 ημέρες τη διαφορά μεταξύ του ημερομισθίου και του επιδόματος ασθένειας που καταβάλλει το ΙΚΑ. Εάν αρρωστήσει ο μισθωτός οσεσδήποτε φορές μέσα σ' αυτό το ημερολογιακό έτος, επί 4 τουλάχιστον ημέρες σε κάθε περίπτωση, δικαιούται να λάβει επίδομα από τον ΕΦΚΑ για όλες τις ημέρες της ασθένειας, χωρίς να υπολογιστεί χρόνος αναμονής. Αν όμως η ασθένειά του διαρκέσει το πολύ 3 ημέρες (ή λιγότερες), οσεσδήποτε φορές στο αυτό ημερολογιακό έτος, δεν δικαιούται να λάβει επίδομα ασθενείας από το ΙΚΑ και επιβαρύνεται πλέον ο εργοδότης να καταβάλει το 1/2 των ημερομισθίων του, με τις προϋποθέσεις και τα χρονικά όρια των άρθρων 657 -658 του ΑΚ.
Κατ’ εξαίρεση όταν πρόκειται για εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, το επίδομα ασθενείας καταβάλλεται από την ημέρα που αναγγέλλεται στον ΕΦΚΑ, δηλαδή χωρίς να υπολογίζεται τριήμερος χρόνος αναμονής, με προϋπόθεση όμως ότι η ανικανότητα προς εργασία είναι μεγαλύτερη από 3 ημέρες. Διαφορετικά, εάν η ανικανότητα προς εργασία είναι μέχρι 3 ημέρες, υπολογίζεται και στην περίπτωση αυτή χρόνος αναμονής, όπως και με την κοινή ασθένεια.
Επίδομα ασθενείας αυτοτελώς απασχολούμενων: Κατ’ εξαίρεση, οι ασφαλισμένοι που απασχολούνται αυτοτελώς και όσοι συνεχίζουν προαιρετικά την ασφάλισή τους, δικαιούνται να λάβουν επίδομα ασθενείας, εφόσον η αποχή τους από την εργασία έχει διαρκέσει πάνω από 10 ημέρες. Στην περίπτωση, αυτή το επίδομα καταβάλλεται από την 11η ημέρα που αναγγέλλεται η ασθένεια στον ΕΦΚΑ.
Παραίτηση: Θεωρείται άκυρη κάθε συμφωνία με την οποία επέρχεται παραίτηση ή περιορίζονται οι αξιώσεις του μισθωτού από τα ευεγερτήματα των άρθρων 657 και 658 ΑΚ, ανεξαρτήτως του χρόνου που θα λάβει χώρα η συμφωνία, δηλαδή πριν ή κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας.
Φορολογική αντιμετώπιση: Οι αποδοχές ασθενείας που καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο, καθώς και τα επιδόματα ασθενείας που καταβάλλονται από τον ΕΦΚΑ φορολογούνται ως εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών (άρθρο 12 παρ. 3 Ν. 4172/2013).
Ασφάλιση: Οι ημέρες απουσίας για τις οποίες οι εργαζόμενοι δικαιούνται να λάβουν εξ ολοκλήρου ή μερικώς το μισθό από τον εργοδότη τους, άσχετα εάν λαμβάνουν παράλληλα ή όχι επίδομα ασθενείας, δηλαδή για χρονικό διάστημα 13 ημερών (για όσους έχουν προϋπηρεσία μέχρι 1 έτος) και 26 ημερών (για όσους έχουν προϋπηρεσία πάνω από 1 έτος) θεωρούνται ως χρόνος εργασίας και επομένως υπάρχει υποχρέωση ασφάλισης. Οι εισφορές πρέπει να καταβάλλονται επί του συνόλου των οφειλόμενων από τον εργοδότη αποδοχών, χωρίς την αφαίρεση των επιδομάτων ασθενείας. Αντίθετα, οι ημέρες που οι εργαζόμενοι απέχουν από την εργασία τους λόγω ασθένειας, χωρίς να δικαιούνται μισθό από τον εργοδότη τους, έστω κι αν παίρνουν επίδομα ασθενείας από τον ΕΦΚΑ, δηλαδή μετά την πάροδο των προαναφερόμενων διαστημάτων, δεν θεωρούνται ως χρόνος ασφάλισης, διότι το επίδομα ασθενείας δεν αποτελεί αμοιβή. Επομένως, για τις ημέρες αυτές δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής εισφορών υπέρ ΕΦΚΑ.
Χρονική διάρκεια επιδότησης
Από την ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία προβλέπονται οι εξής περιπτώσεις επιδότησης:
α) Κατ’ αρχήν, το επίδομα ασθενείας καταβάλλεται μέχρι 182 ημέρες για την ίδια πάθηση ή για διαφορετικές παθήσεις μέσα στο ίδιο έτος, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει 120 τουλάχιστον ημέρες εργασίας στο προηγούμενο έτος ή στο προηγούμενο 15μηνο.
β) Περαιτέρω, το επίδομα ασθενείας καταβάλλεται και μέχρι 360 ημέρες για την ίδια πάθηση, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει 300 το λιγότερο ημέρες εργασίας μέσα στα δύο ημερολογιακά έτη, τα αμέσως προηγούμενα από εκείνο της αναγγελίας της ασθένειάς του ή μέσα στο προηγούμενο της αναγγελίας 30μηνο, οπότε όμως δεν υπολογίζονται οι ημέρες εργασίας που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο του 30μηνου.
γ) Επίδομα ασθενείας για την ίδια πάθηση καταβάλλεται μέχρι 720 ημέρες, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει:
i) 1500 ημέρες εργασίας από τις οποίες 600 τουλάχιστον τα τελευταία 5 χρόνια τα αμέσως προηγούμενα της αναγγελίας της ασθένειας ή
ii) 4.500 ημέρες εργασίας μέχρι την ημέρα αναγγελίας της ασθένειας.
δ) Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις ανωτέρω χρονικές προϋποθέσεις, δικαιούται επιδότηση μέχρι 720 ημέρες, εάν έχει πραγματοποιήσει 300 ημέρες εργασίας και δεν έχει υπερβεί το 21ο έτος της ηλικίας του. Το κατώτατο αυτό όριο των 300 ημερών εργασίας αυξάνεται ανά 120 ημέρες εργασίας κατά μέσο όρο κάθε έτος, μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας και μέχρι τις 4.200 ημέρες εργασίας.
Παράδειγμα :
1. Υπάλληλος με ακαθάριστο μηνιαίο μισθό 600€ ασθένησε για πρώτη φορά για 3 μέρες. Τι δικαιούται.
600 / 25 = 24€ όπου 24€ * 3 ημέρες = 72€
άρα 72€ / 2 = 36€ μισή επιβάρυνση εργοδότης και μισή ο εργαζόμενος
2. Η πρόσληψη ενός υπαλλήλου στις 24/4/2011. Στις 10/4/2012 ασθενεί για πρώτη φορά, η ασθένεια έληξε 4/5/2012 ( διάρκεια ασθένειας 25 ήμερες). Ο μηνιαίος ακαθάριστος μισθός του είναι 750€. Προσκόμισε στην επιχείρηση βεβαίωση του ΙΚΑ στην οποία επιδοτήθηκε από 13/4/2012 έως 4/5/2012, 22 μέρες προς 20€ = 440€. Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι του υπαλλήλου για το χρονικό διάστημα της ασθένειας του;
Προϋπηρεσία μικρότερη του έτους άρα δικαιούται μισό μισθό : 750 / 2 = 375€
Για τις 3 πρώτες ημέρες : 750 / 25 = 30€ όπου 30€ * 3 ημέρες = 90€ και 90€ / 2 = 45€
Για τις επόμενες 12 ημέρες : Επιδότηση ΙΚΑ 12 ημέρες * 20€ = 240€
Συνολικά 45€ + 240€ = 285€ άρα 375 – 285 = 90€ η επιβάρυνση του εργοδότη
Εργάτης με προϋπηρεσία 6 μηνών στον ίδιο εργοδότη και με ημερομίσθιο 35€, ασθένησε την πρώτη φορά για 3 μέρες, την δεύτερη για 6 μέρες έλαβε επιδότηση από το ΙΚΑ 20€ και την τρίτη για 2 μέρες.
1η φορά για 3 ημέρες : 35€ * 3 ημέρες = 105€ άρα 105€ / 2 = 52,50€
2η φορά για 6 μέρες : Εργοδότης 35€ * 5 ημέρες = 175€ ( 1 μέρα αργία δεν την υπολογίζει)
ΙΚΑ 20€ * 6 ημέρες = 120€ ( 1 μέρα αργία την υπολογίζει)
Θα πρέπει να καταβάλλει ο εργοδότης : 175 – 120 = 55€
3η φορά για 2 ημέρες : 35€ * 2 ημέρες = 70€ άρα 70€ / 2 = 35€
4. Εργάτης με προϋπηρεσία στον ίδιο εργοδότη πέραν του έτους ασθένησε μέσα στο εργασιακό έτος όπως πιο κάτω :
την 1η φορά : 9 ημέρες ( 8 εργάσιμες και 1 αργία )
την 2η φορά : 3 ημέρες ( 3 εργάσιμες)
την 3η φορά : 6 ημέρες ( 6 εργάσιμες)
την 4η φορά : 1 ημέρα ( 1 εργάσιμη )
την 5η φορά : 16 ημέρες ( 14 εργάσιμες και 2 αργίες )
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ
Ως εργατικό ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας, ή εξ αφορμής αυτής, σε εργάτη, ή υπάλληλο των εργασιών, ή επιχειρήσεων, νοείται κάθε απότομο γεγονός, βίαιο γεγονός, εφόσον αυτό προκάλεσε στον εργαζόμενο ανικανότητα να εργασθεί πάνω από 4 ημέρες ή και απώλεια ζωής ακόμα. Βίαιο γεγονός σημαίνει να υπάρχει έκτακτη και αιφνίδια επίδραση εξωτερικού παράγοντα, που δεν έχει σχέση με την οργανική κατάσταση του εργαζομένου.
Ο παθών από εργατικό ατύχημα, ασφαλισμένος ή όχι στο ΙΚΑ, και αναλόγως τα μέλη της οικογένειάς του, διατηρούν κατά του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων τις αξιώσεις τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τους, που συνιστά η αμέλεια ως προς την τήρηση των προβλεπόμενων από γενικές ή ειδικές διατάξεις όρων ασφάλειας των εργαζομένων.
Η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης τους, κατά τα άρθρα 299 και 932 ΑΚ είναι διαφορετικής φύσης και δεν καλύπτεται από την απαλλαγή τους από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση, ή από την ειδική αποζημίωση κατά τον ν. 551/1915, που αφορούν αξιώσεις καθαρά περιουσιακού χαρακτήρα (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 855/2010).
Η υποχρέωση αποζημίωσης κατά το κοινό δίκαιο ρυθμίζεται κυρίως από το άρθρο 914 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ (ΑΠ 1858/2011).
Τι θεωρείται εργατικό ατύχημα και τι όχι;
Προϋπάρχουσα ασθένεια, η οποία εκδηλώνεται ή επιδεινώνεται κατά την εκτέλεση της εργασίας κάτω από κανονικές συνθήκες δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα. Αν όμως η ασθένεια προήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας κάτω από εξαιρετικές και ασυνήθιστες συνθήκες χαρακτηρίζεται ως εργατικό ατύχημα. Από τη νομολογία έχει κριθεί ότι υπέρμετρη προσπάθεια του εργαζόμενου που προκάλεσε θάνατο ή ανικανότητα για εργασία είναι εργατικό ατύχημα.
- Έτσι, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, που προκλήθηκε από ασυνήθιστους όρους εργασίας και δυσμενείς συνθήκες κρίθηκε από τα Δικαστήρια ότι αποτελεί εργατικό ατύχημα.
- Εργατικό ατύχημα έχει κριθεί επίσης οτιδήποτε αποτελεί επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας, που προκλήθηκε από υπέρμετρη προσπάθεια που κατέβαλε ο εργαζόμενος κατά την εκτέλεση της εργασίας του κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες.
- Ακόμα σαν εργατικό ατύχημα έχει χαρακτηριστεί εκείνο που συνέβη εξαιτίας ανάθεσης βαρείας εργασίας σε μη αποθεραπευθέντα εργαζόμενο.
1. Ποιες διατάξεις καλύπτουν το εργατικό ατύχημα;
Οι σχετικές με τα εργατικά ατυχήματα διατάξεις καλύπτουν τρεις περιπτώσεις ατυχημάτων:
α)
Κατά
την εκτέλεση της εργασίας: Εκείνα
που συμβαίνουν κατά την εκτέλεση της
εργασίας σαν άμεση συνέπεια αυτής
(τραυματισμός του εργαζομένου από
μηχάνημα, πτώση κατά την εκτέλεση της
εργασίας κλπ).
β) Με
αφορμή την εργασία: Εκείνα
που συμβαίνουν με αφορμή την εργασία,
δηλαδή εκτός του τόπου και του χρόνου
εργασίας, με την προϋπόθεση να έχουν
έστω και έμμεση σχέση με την εργασία.
Έχει κριθεί από τα Δικαστήρια ότι
αποτελούν εργατικά ατυχήματα και εκείνα
που συμβαίνουν κατά την μετάβαση στην
εργασία, ή κατά την ενέργεια μιας πράξης
προς το συμφέρον του εργοδότη, ακόμα
και χωρίς την εντολή του, ή κατά την
διάρκεια της μεσημβρινής διακοπής στον
τόπο της εργασίας κατά την προσέλευση
ή αναχώρηση και για χρονικό διάστημα
μιας ώρας αντίστοιχα.
γ) Από
επαγγελματική ασθένεια: Εκείνα
που οφείλονται σε επαγγελματική ασθένεια.
Επαγγελματικές ασθένειες είναι αυτές
που οφείλονται στις επιδράσεις των
συνθηκών εργασίας, όπως αναλυτικά
αναφέρονται στον Κανονισμό Ασθένειας
του ΙΚΑ. Ευρύτερα, όμως, και κάθε επιδείνωση
προϋπάρχουσας ασθένειας που συνέβη
λόγω εξακολούθησης της αυτής εργασίας
αποτελεί επίσης εργατικό ατύχημα.
2. Έχει υποχρέωση ο εργοδότης να αναγγείλει το εργατικό ατύχημα;
Ναι. Πρέπει να το αναγγείλει α) στην πλησιέστερη αστυνομική Αρχή χωρίς αναβολή και με το ταχύτερο μέσο, β) στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας μέσα σε 24 ώρες (για ατυχήματα στις οικοδομές και τεχνικά έργα) ή 48 ώρες για τα υπόλοιπα (σ.σ.: όπου δεν υπάρχει Επιθεώρηση Εργασίας, η αναγγελία πρέπει να γίνει στην οικεία αστυνομική Αρχή), και γ) για να αναγνωριστεί το ατύχημα από το ΙΚΑ, είτε πρόκειται για εργατικό είτε εκτός εργασίας, είναι απαραίτητο να αναγγελθεί εμπρόθεσμα στις υπηρεσίες του (εδώ για να ενημερωθείτε για τις περαιτέρω υποχρεώσεις του εργοδότη).
3. Πώς γίνεται η αναγγελία στο ΙΚΑ; Ποιες οι προθεσμίες;
Κάθε ατύχημα που γίνεται κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή αυτή και έχει σαν αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή την αδυναμία για την συνέχιση της εργασίας ή το θάνατο του ασφαλισμένου, αναγγέλλεται υποχρεωτικά στο ΙΚΑ από τον εργοδότη ή τον αντιπρόσωπο του, από τον παθόντα ασφαλισμένο και σε περίπτωση αδυναμίας του ή θανάτου του, από τα πρόσωπα που αποκτούν δικαίωμα απ' αυτό, από τον γιατρό που έδωσε τις πρώτες βοήθειες και κάθε υπάλληλο του ΙΚΑ, επίσης και από οποιοδήποτε τρίτο που έλαβε γνώση.
Η προθεσμία αναγγελίας ατυχήματος στο ΙΚΑ πρέπει να γίνει μέσα σε 5 μέρες από το ατύχημα. Ο γιατρός όμως και κάθε υπάλληλος του ΙΚΑ πρέπει να το αναγγείλουν το ατύχημα μέσα σε 24 ώρες από τότε που έλαβαν γνώση.
Η δήλωση μπορεί να είναι γραπτή ή προφορική και συντάσσεται από την αρμόδια Υπηρεσία. Η δήλωση γίνεται στο πλησιέστερο προς τον τόπο που συνέβη το ατύχημα υποκατάστημα του ΙΚΑ. Αν εκεί δεν εδρεύει Υποκατάστημα του ΙΚΑ, η δήλωση γίνεται στην αστυνομική Αρχή, η οποία την διαβιβάζει στο πλησιέστερο Υποκατάστημα του ΙΚΑ. Με την αναγγελία εργατικού ατυχήματος εξομοιώνεται κάθε αίτηση, δήλωση κλπ που υποβάλλεται σε Υπηρεσία του ΙΚΑ, εφόσον σ' αυτή μνημονεύεται συγκεκριμένα το ατύχημα και ταυτόχρονα περιγράφονται τα περιστατικά τα οποία συνιστούν εργατικό ατύχημα.
4. Τι δικαιούται ένας εργαζόμενος σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος;
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι παροχές του εργαζόμενου σε περίπτωση ατυχήματος διαφέρουν ανάλογα με το εάν είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ ή όχι. Έτσι ο εργαζόμενος δικαιούται:
α)
Ιατροφαρμακευτική
και Νοσοκομειακή περίθαλψη: Εάν
ο εργαζόμενος δεν είναι ασφαλισμένος
στο ΙΚΑ, τα έξοδα ιατροφαρμακευτικής
και νοσοκομειακής περίθαλψης υποχρεώνεται
να τα πληρώσει ο εργοδότης. Εάν ο
εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος στο
ΙΚΑ, ο εργοδότης απαλλάσσεται από τα
έξοδα αυτά και ο εργαζόμενος καλύπτεται
από το ΙΚΑ για τις παροχές αυτές.
β)
Εφάπαξ
αποζημίωση όταν δεν είναι ασφαλισμένος
στο ΙΚΑ: Οι
μη ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ δικαιούνται
εφάπαξ αποζημίωση από τον εργοδότη, η
οποία κυμαίνεται, ανάλογα με τον βαθμό
ανικανότητας για εργασία (πλήρης διαρκής
ανικανότητα, μερική διαρκής, πλήρης
πρόσκαιρη, μερική πρόσκαιρη, θάνατος).
Σήμερα πλέον περισσότερο εφαρμόζονται
οι διατάξεις για αποζημίωση λόγω ηθικής
βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Οι παραπάνω
αξιώσεις παραγράφονται μετά από παρέλευση
3 ετών από το ατύχημα.
-- i) Αποζημίωση
για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη: Όλοι
οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα αν είναι
ασφαλισμένοι ή όχι στο ΙΚΑ, εφόσον
υποστούν εργατικό ατύχημα που οφείλεται
σε δόλο ή αμέλεια του εργοδότη ή των
προσώπων του ή αν υπάρχει παράβαση των
διατάξεων για τους όρους υγιεινής και
ασφάλειας, δικαιούνται χρηματική
αποζημίωση για ηθική βλάβη. Σε περίπτωση
θανάτου η αποζημίωση επιδικάζεται στα
μέλη της οικογένειας (ψυχική οδύνη). Το
ποσό της αποζημίωσης εξαρτάται από το
βαθμό της βλάβης και ρυθμίζεται από το
δικαστήριο. Οι αξιώσεις αυτές παραγράφονται
5 χρόνια μετά το ατύχημα. Ο εργοδότης
επίσης υποχρεούται στην περίπτωση αυτή
να καταβάλει στο ΙΚΑ κάθε δαπάνη από τη
χορήγηση ασφαλιστικών παροχών στον
παθόντα ασφαλισμένο.
-- ii) Αποδοχές
- Επίδομα ασθενείας: Ο
εργαζόμενος δικαιούται επίσης κατά το
διάστημα της ανικανότητας επίδομα
ασθενείας από το ΙΚΑ και το υπόλοιπο
του μισθού του από τον εργοδότη για
διάστημα 15 ημερών, εάν έχει υπηρεσία
μικρότερη του έτους ή 1 μηνός για υπηρεσία
πάνω από έτος.
Παροχές Μητρότητας
Υπάρχουν διάφορες μορφές υποστήριξης προς τις μητέρες στην Ελλάδα. Όλες οι παροχές -σε είδος και σε χρήμα- είναι ανταποδοτικές, δηλαδή χορηγούνται σε ασφαλισμένους.
Άδεια μητρότητας: τη δικαιούνται οι άμεσα ασφαλισμένες εργαζόμενες μητέρες.
Επίδομα κυοφορίας-λοχείας: το δικαιούνται οι άμεσα ασφαλισμένες και με δικαίωμα άδειας μητρότητας εργαζόμενες μητέρες, κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνουν το επίδομα μητρότητας.
Συμπληρωματικές παροχές μητρότητας:εργαζόμενες μητέρες που δικαιούνται επιδόματα μητρότητας.
Ειδική παροχή προστασίας μητρότητας: προαιρετική άδεια για μητέρες που έχουν εξαντλήσει την κανονική άδεια μητρότητας και ενδεχόμενα τους 3,5 μήνες μειωμένου ωραρίου εάν ληφθούν οι ώρες ως ένα πακέτο (οι γονείς έχουν δικαίωμα να εργάζονται μία ώρα λιγότερο την ημέρα για έως και 30 μήνες μετά την άδεια μητρότητας και με τη συγκατάθεση του εργοδότη, έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν αυτό το μειωμένο ωράριο σε ένα πακέτο ή πακέτα χρόνου εντός της περιόδου των 30 μηνών μετά την άδεια μητρότητας).
Επίδομα μητρότητας ανασφαλίστων: εάν είστε εργαζόμενη μητέρα που δεν δικαιούται το επίδομα μητρότητας του e-ΕΦΚΑ και έχετε χαμηλό εισόδημα, δικαιούστε το επίδομα μητρότητας ανασφαλίστων.
Άδεια φροντίδας τέκνου: ένας από τους δύο εργαζόμενουςγονείς δικαιούται μειωμένο ωράριο εργασίας για τους 30 ή 18 μήνες που ακολουθούν τη γέννηση ή την υιοθεσία ή την οικονομική υποστήριξη ενός παιδιού.
Άδεια πατρότητας: για πατέρες λόγω γέννησης παιδιού.
Σημειώνεται ότι το επίδομα και η άδεια μητρότητας, όπως και η ειδική παροχή προστασίας μητρότητας παρέχονται στις φυσικές μητέρες όπως και στις παρένθετες μητέρες.
Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρώ;
Άδεια μητρότητας: πρέπει να έχετε γεννήσει και να είστε εργαζόμενη.
Επίδομα μητρότητας (κυοφορίας-λοχείας): πρέπει να έχετε πραγματοποιήσει τουλάχιστον 200 ημέρες ασφάλισης τα δύο τελευταία χρόνια που προηγούνται της πιθανής ή πραγματικής ημερομηνίας του τοκετού.
Επίσης, το επίδομα αυτό καταβάλλεται υπό τον όρο ότι δεν εργάζεστε κατά τη διάρκεια των 56 ημερών που προηγούνται της πιθανής ημερομηνίας του τοκετού και των 63 ημερών που έπονται της γέννησης του παιδιού (δηλαδή τις 119 ημέρες της άδειας μητρότητας).
Συμπληρωματικές παροχές μητρότητας: πρέπει να έχετε δικαίωμα επιδόματος μητρότητας και σύμβαση εργασίας σε ισχύ. Δεν χορηγείται σε θετές μητέρες.
Ειδική άδεια μητρότητας - ειδική παροχή προστασίας μητρότητας: πρέπει να έχετε εξαντλήσει την κανονική άδεια μητρότητας και ενδεχόμενα τους περίπου 3,5 μήνες μειωμένου ωραρίου εάν ληφθούν οι ώρες ως ένα πακέτο (οι γονείς έχουν δικαίωμα να εργάζονται μία ώρα λιγότερο την ημέρα για έως και 30 μήνες μετά την άδεια μητρότητας και με τη συγκατάθεση του εργοδότη, έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν αυτό το μειωμένο ωράριο σε ένα πακέτο ή πακέτα χρόνου εντός της περιόδου των 30 μηνών μετά την άδεια μητρότητας).
Επίδομα μητρότητας ανασφαλίστων: η παροχή αυτή δεν βασίζεται στην καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Εξαρτάται από το εισόδημα (όριο οικογενειακού εισοδήματος: 586,94ευρώ το μήνα). Δεν θα πρέπει να έχετε εργαστεί για 42 ημέρες πριν και μετά τον τοκετό.
Άδεια φροντίδας τέκνου:πρέπει να εργάζεστε στον ιδιωτικό τομέα.
Άδεια πατρότητας:πρέπει να εργάζεστε στον ιδιωτικό τομέα.
Παροχή |
Διάρκεια παροχής |
Ύψος παροχής |
Άδεια μητρότητας |
119 ημέρες (56 που προηγούνται του τοκετού και 63 που έπονται) |
Από τον εργοδότη: αποδοχές 15 ημερών (για απασχόληση από 10 ημέρες έως 1 έτος) ή αποδοχές έως 1 μήνα (για απασχόληση άνω του ενός έτους). |
Επίδομα μητρότητας |
κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας |
Από τον e-ΕΦΚΑ: 50% του προβλεπόμενου ημερομίσθιου της ασφαλιστικής κατηγορίας της ασφαλισμένης, συν το επίδομα τέκνου της τάξης του 10% του ανωτέρω ποσού για κάθε παιδί. Ελάχιστο ποσό: τα 2/3 των αποδοχών. |
Ειδική άδεια μητρότητας |
Έπεται της άδειας μητρότητας και έως και για 6 μήνες |
Ποσό ίσο με το ειδικό επίδομα προστασίας μητρότητας |
Ειδικό επίδομα προστασίας μητρότητας |
Κατά τη διάρκεια της ειδικής άδειας μητρότητας |
Ποσό ίσο με τον νόμιμο ελάχιστο μισθό. |
Συμπληρωματική παροχή μητρότητας |
Για όσο διαρκεί η καταβολή του επιδόματος μητρότητας (119 ημέρες) |
Ποσό ίσο με τη διαφορά (εάν υπάρχει) μεταξύ του μισθού που καταβάλλει ο εργοδότης και του επιδόματος μητρότητας. |
Επίδομα μητρότητας για ανασφάλιστες μητέρες |
|
440,20ευρώ: 220,10 ευρώπριν από τον τοκετό και 220,10ευρώμετά τον τοκετό. |
Άδεια φροντίδας τέκνου |
30 μήνες μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία (μειωμένο ωράριο κατά 1 ώρα) ή 18 μήνες (τους πρώτους 12 μειωμένο ωράριο κατά 2 ώρες) και τους υπόλοιπους 6 μήνες μειωμένο ωράριο κατά 1 ώρα) ή ίση άδεια μετ’ αποδοχών λαμβανόμενη όλη μαζί σε συμφωνία με τον εργοδότη (περίπου 3,5 μήνες) |
Πλήρης μισθός από τον εργοδότη |
Άδεια πατρότητας |
2 ημέρες |
Πλήρης μισθός από τον εργοδότη |
Οι παροχές μητρότητας κατά κανόνα φορολογούνται.
Άδεια Παρακολούθησης Σχολικής Επίδοσης Τέκνου
Εργαζόμενοι γονείς (φυσικοί, θετοί, ανάδοχοι, τεκμαιρόμενες μητέρες του άρθρου 1464 του Αστικού Κώδικα, που αποκτούν τέκνο με τη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας), πλήρους ή μερικής απασχόλησης, έχουν δικαίωμα για κάθε παιδί, ηλικίας μέχρι δεκαοκτώ (18) ετών συμπληρωμένων, που παρακολουθεί μαθήματα στοιχειώδους ή μέσης εκπαίδευσης, καθώς και γονείς τέκνου με ειδικές ανάγκες, ανεξαρτήτως της ηλικίας του τέκνου, που φοιτά σε δομή ειδικής εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας ή είναι ενταγμένο και παρακολουθεί προγράμματα σε Κέντρα Διημέρευσης Ημερήσιας Φροντίδας ατόμων με ειδικές ανάγκες (ΚΔ-ΗΦ ΑμεΑ), Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης ατόμων με ειδικές ανάγκες (κδαπ ΑμεΑ) και ειδικά εκπαιδευτήρια, να απουσιάζουν, χωρίς περικοπή των αποδοχών τους και μετά από άδεια του εργοδότη, ορισμένες ώρες ή ολόκληρη την ημέρα, από την εργασία τους, μέχρι τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) εργάσιμων ημερών, κάθε ημερολογιακό έτος, με σκοπό να επισκέπτονται το σχολείο των παιδιών τους, για την παρακολούθηση της σχολικής τους επίδοσης και της εν γένει παρουσίας τους.
Η άδεια χορηγείται έπειτα από κοινές, ως προς το περιεχόμενο, υπεύθυνες δηλώσεις των γονέων προς τον εργοδότη ή τους εργοδότες τους, για το ποιος γονέας εκ των δύο θα κάνει χρήση της άδειας ή, αν συμφωνούν να τη μοιραστούν, για τη γνωστοποίηση των συγκεκριμένων χρονικών διαστημάτων που θα κάνει χρήση τμήματος της άδειας ο καθένας τους. Οι εργοδότες υποχρεούνται να παρέχουν στους εργαζόμενους, σχετικές βεβαιώσεις (Ν. 4808/2021 άρθρο 38)
Διευκρινίζεται ότι η άδεια μπορεί να χορηγείται και κατά την ημέρα του αγιασμού, με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, καθώς και κατά τις ημέρες των σχολικών εορτών ή εκδηλώσεων, επειδή ο γονέας μπορεί να ενημερωθεί και κατά τις ημέρες αυτές για θέματα λειτουργίας και οργάνωσης του σχολείου, για τον προγραμματισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας, για την επίδοση του παιδιού, ενώ μπορεί να ενημερώσει και να συζητήσει γενικότερα θέματα ή προβλήματα που αφορούν τη φοίτηση, τη συμπεριφορά, την ένταξη του παιδιού στην σχολική μονάδα ή την αλληλεπίδραση με τα άλλα παιδιά (Εγκ. 47972/2021).
Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ) είναι η δήλωση η οποία υποβάλλεται από τον εργοδότη και περιλαμβάνει πληροφορίες ή στοιχεία που αφορούν το χρόνο απασχόλησης κάθε ασφαλιζομένου, την αμοιβή, τους κλάδους ασφάλισης, καθώς και το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών. (άρθρο 8 παρ. 6 Ν. 2972/2001).
Υπόχρεοι υποβολής ΑΠΔ
Κάθε εργοδότης, που απασχολεί πρόσωπα που υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή στην ασφάλιση των φορέων ή των κλάδων και λογαριασμών των Οργανισμών κοινωνικής πολιτικής τις εισφορές των οποίων εισπράττει ή συνεισπράττει το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, υποχρεούται, για απασχόληση από 01/01/2002, να τηρεί, υποβάλλει και διαφυλάσσει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ).
Τονίζεται ιδιαίτερα ότι η υποχρέωση του εργοδότη για την ασφαλιστική τακτοποίηση των μισθωτών, δεν ολοκληρώνεται με την καταβολή των εισφορών αλλά με την έγκαιρη υποβολή του κατά περίπτωση προβλεπόμενου από την ισχύουσα νομοθεσία τύπου ΑΠΔ, ορθά συμπληρωμένης με τα ακριβή στοιχεία των ασφαλισμένων και γι' αυτό το λόγο η παράλειψη υποβολής της συνεπάγεται για τον εργοδότη βαρύτατες οικονομικές κυρώσεις.
Η ΑΠΔ υποβάλλεται για κάθε μήνα (από τον Ιανουάριο του 2013) από όλους τους εργοδότες.
Καταληκτικές ημερομηνίες υποβολής ΑΠΔ από 01/01/2013 (περίοδοι απασχόλησης από Ιανουάριο 2013 και εφεξής) :
Οι Α.Π.Δ. των Εργοδοτών Κοινών Επιχειρήσεων (νομικά πρόσωπα και φυσικά πρόσωπα ανεξαρτήτως αριθμού απασχολούμενων – εργαζόμενων) θα υποβάλλονται μέσω διαδικτύου από την 1η έως την τελευταία ημέρα του μήνα που έπεται του ημερολογιακού μήνα απασχόλησης, ανεξαρτήτως του αριθμού μητρώου.
Παράδειγμα: Εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ προσλήφθηκε σε μια εταιρία την 01/03/2020. Ο λογιστής της επιχείρησης να ενημερώσει τον εργοδότη για όλες τις βασικές πληροφορίες που πρέπει να γνωρίζει.
Βασικοί υπολογισμοί που πρέπει να γνωρίζουμε:
Κανόνας λογιστικού άρθρου μισθοδοσίας: Μικτές αποδοχές+Εργοδοτικές εισφορές=Καθαρές πληρωτέες αποδοχές+ΦΜΥ+Εισφορά αλληλεγγύης+Συνολικές ασφαλιστικές εισφορές προς απόδοση.
Καθαρές πληρωτέες αποδοχές εργαζόμενου= Μικτές αποδοχές-Εισφορές εργαζόμενου-ΦΜΥ-Εισφορά αλληλεγγύης.
Συνολικές ασφαλιστικές εισφορές προς απόδοση= Ασφαλιστικές εισφορές εργαζόμενου+Εργοδοτικές εισφορές.
Συνολικό κόστος μισθοδοσίας για τον εργοδότη= Μικτές αποδοχές+Εργοδοτικές εισφορές=Καθαρές πληρωτέες αποδοχές+ΦΜΥ+Εισφορά αλληλεγγύης+Συνολικές ασφαλιστικές εισφορές προς απόδοση.
Ασφαλιστικό πακέτο ΙΚΑ-ΜΙΚΤΑ ΤΕΑΜ( πακέτο κάλυψης 101)- Ποσοστό κρατήσεων εργαζόμενου= 15,75%*Μικτού Μισθού.
Ασφαλιστικό πακέτο ΙΚΑ-ΜΙΚΤΑ ΤΕΑΜ( πακέτο κάλυψης 101)-Ποσοστό κρατήσεων εργοδότη= 24,81%*Μικτού Μισθού.
Ασφαλιστικό πακέτο ΙΚΑ-ΜΙΚΤΑ ΤΕΑΜ(πακέτο κάλυψης 101)-Ποσοστό κρατήσεων εργαζόμενου+εργοδότη=40,56%*Μικτού Μισθού.
Συνεχίζοντας την θεωρητική μας ανάλυση, πριν δούμε όλα τα παραπάνω με νούμερα, παραθέτουμε κάποιους βασικούς κανόνες και υπολογισμούς που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού της μισθοδοσίας ενός εργαζόμενου που αμείβεται με μισθό και χαρακτηρίζεται από την εργατική νομοθεσία ως υπάλληλος.
Ασφαλιστικές μέρες εργασίες υπαλλήλου πλήρους απασχόλησης, είτε με πενθήμερο, είτε εξαήμερο, αλλά πάντα με 40 ώρες εργασίας εβδομαδιαία= 25 ασφαλιστικές μέρες εργασίας=25 ένσημα.
Ημερομίσθιο υπαλλήλου= Μικτός μισθός/25.
Ωρομίσθιο υπαλλήλου= Ημερομίσθιο/6,667= Μικτός Μισθός*0,006.
Μικτός Μισθός υπαλλήλου, κατά το Υπουργείο Εργασίας και το πληροφοριακό σύστημα Εργάνη= Μικτές αποδοχές = Εβδομαδιαίες ώρες x 4,166 x Ωρομίσθιο.
Αφού παραθέσαμε τους πολύ βασικούς αυτούς υπολογισμούς που απαιτούνται για τον υπολογισμό της μισθοδοσίας ενός υπαλλήλου, πάμε τώρα να δούμε όλα αυτά με νούμερα. Θα ενημερώσουμε λοιπόν τον εργοδότη και τον εργαζόμενο του παραδείγματος μας, ο οποίος προσλήφθηκε την 1/3/2020 με το βασικό κατώτατο μισθό των 650 ευρώ, για όλα αυτά που απαιτούνται από τον Νόμο.
Ανάλυση παραδείγματος:
Μικτός μισθός=650 ευρώ
ΦΜΥ, Εισφορά αλληλεγγύης=0(μηδέν)
Ημερομίσθιο Υπαλλήλου= 650/25= 26 ευρώ
Ωρομίσθιο Υπαλλήλου= 650*0,006=3,90 ευρώ.
Μικτός μισθός με βάση τον τύπο του Εργάνη= 40 ώρες εβδομαδιαίες*4,166*3,90=649,896 ευρώ.( Παρατήρηση: Κατά την πρόσληψη του μισθωτού δεν θα βάλουμε ως μικτό μισθό τα 649,896 ευρώ, αλλά τον νόμιμο κατώτατο νομοθετημένο μισθό των 650 ευρώ. Ο τύπος του Εργάνη είναι πολύ σημαντικός και για αυτό τον μνημονεύουμε κυρίως στις περιπτώσεις της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης).
Ασφαλιστικές εισφορές εργαζόμενου( πακέτο κάλυψης 101)= 15,75%*650=102,37 ευρώ.
Ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη( πακέτο κάλυψης 101)= 24,81%*650=161,27 ευρώ.
Συνολικές ασφαλιστικές εισφορές προς απόδοση= 102,37+161,26=263,63 ευρώ.( Χρηστικός τρόπος υπολογισμού με βάση το πακέτο 101-ΙΚΑ-ΜΙΚΤΑ ΤΕΑΜ: Μικτός Μισθός*40,56%=650*40,56%=263,64 ευρώ).
Καθαρές πληρωτέες αποδοχές εργαζόμενου( τι μπαίνει δηλαδή στον τραπεζικό του λογαριασμό)=650-102,37=547,63 ευρώ. Ουσιαστικά στο παράδειγμα μας που δεν υπάρχει ΦΜΥ και εισφορά αλληλεγγύης, με βάση την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος ο καθαρός πληρωτέος μισθός του εργαζόμενου βγαίνει πρακτικά από τον τύπο: (1-0,1575)*650= 0,8425*Μικτό Μισθό= 0,8425*650=547,63 ευρώ.
Συνολικό κόστος μισθοδοσίας για τον εργοδότη=650 ευρώ+ 161,27 ευρώ=811,27 ευρώ. Ουσιαστικά με τα δεδομένα που έχουμε στο παράδειγμα μας, ο εργοδότης υπολογίζει πρακτικά την επιβάρυνση του εργαζομένου του ως εξής: Μικτές αποδοχές+Εργοδοτικές εισφορές=(1+0,2481)*Μικτές Αποδοχές=1,2481*650 ευρώ=811,27 ευρώ.
Φ.Μ.Υ
Ως βάση παίρνουμε το καθαρό μηνιαίο εισόδημα. Καθαρό μηνιαίο εισόδημα είναι, οι ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές μείον (–) τις κρατήσεις ΕΦΚΑ και λοιπών ασφαλ.ταμείων του εργαζόμενου.
Στην συνέχεια το πολλαπλασιάζουμε επί 14 για να το αναγάγουμε σε ετήσιο καθαρό εισόδημα.
Γιατί επί 14; Γιατί 14 είναι : οι 12 μηνιαίοι μισθοί+ 1 μισθός Δ.Χ + ½ μισθός επίδομα αδείας + ½ μισθός Δ.Π.
Η ισχύουσα φορολογική κλίμακα σήμερα είναι η εξής (άρθρο 12 του ΚΦΕ) :
ΚΛΙΜΑΚΙΟ
ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓ.ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΦΟΡΟΣ
ΚΛΙΜΑΚΙΟΥ
10.000,00
9%
900,00
10.000,00
22%
2.200,00
10.000,00
28%
2.800,00
10.000,00
36%
3.600,00
Υπερβάλλον
44%
Παράδειγμα 1 :
Η ΑΒ είναι άγαμη με μηνιαίο ακαθάριστο μισθό τον μήνα Ιανουάριο 1.500 ευρώ. Για το ΕΦΚΑ της παρακρατείται ποσοστό εργαζόμενου 14,12% . Να υπολογιστεί ο Φ.Μ.Υ που θα πρέπει να της παρακρατηθεί το μήνα Ιανουάριο.
1. Υπολογισμός καθαρών αποδοχών: ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές μείον κρατήσεις ΕΦΚΑ : δηλαδή 1.500,00 – (1.500,00 Χ 14,12%) = 1.500,00 – 211,80 = 1.288,20 ευρώ.
2. Αναγωγή σε ετήσιο εισόδημα: 1.288,20 Χ 14 = 18.034,80 ευρώ.
3. Τα πρώτα 10.000 ευρώ φορολογούνται με 9%,άρα 900 ευρώ ο φόρος. Τα υπόλοιπα 8.034,80 ευρώ φορολογούνται με 22%, δηλαδή 1.767,66 ευρώ. Οπότε ο συνολικός φόρος 900,00 ευρώ + 1767,66 ευρώ = 2.667,66 ευρώ.
4. Έκπτωση φόρου: 656,30,00 ευρώ (μέχρι τα 12.000 ευρώ η μείωση φόρου είναι 777,00 ευρώ. Για τα υπόλοιπα 18.034,80 – 12.000,00= 6.034,80. Δηλαδή 6034,80 χ2%= 120,69. Άρα τελική μείωση φόρου 777,00 – 120,69= 656,31 Άρα τελικός φόρος είναι : 2.667,66 ευρώ – 656,31 ευρώ = 2011,35 ευρώ.
5. Το μήνα παρακρατείται 2.011,35 /14 = 143,67 ευρώ.
Παράδειγμα 2:
Η ΑΒ είναι έγγαμη με δυο παιδιά. Να γίνει ο υπολογισμός του Φ.Μ.Υ με τα ίδια ποσά του προηγούμενου παραδείγματος :
Όπως
είπαμε το ετήσιο καθαρό εισόδημα είναι
: 18.034,80 ευρώ.
Φόρος 2.667,66
Μείωση φόρου με δυο τέκνα : ως 12.000,00 ευρώ είναι 900,00 ευρώ. Για το υπερβάλλον εισόδημα από τα 12.000,00 ευρώ και πάνω δηλαδή για τα υπόλοιπα 6.034,80 ευρώ έχουμε έκπτωση 2% άρα (6.034,80 Χ 2%=120,69), οπότε 900,00 -120,69 = 779,31 ευρώ.
Άρα ο φόρος εισοδήματος είναι : 2.667,66ευρώ -779,31ευρώ = 1.888,35 ευρώ /14 = 134,88 ευρώ θα παρακρατηθούν τον μήνα Γενάρη.
Παράδειγμα με αύξηση αποδοχών μέσα στο έτος:
Έστω ότι (στο παράδειγμα 1) αυξήθηκαν οι αποδοχές της ΑΒ κατά τον μήνα Αύγουστο σε 2.000,00 ευρώ. Να υπολογιστεί ο Φ.Μ.Υ.
1. Καθαρό εισόδημα από 1/1-31/7 = 7 μήνες συν Δ.Π +Ε.Α. Δηλαδή συνολικά 8 μήνες. Άρα 1.500,00 ευρώ Χ 8 μήνες = 12.000,00 ευρώ.
2. Καθαρό εισόδημα από 1/8-31/12 = 5 μήνες συν Δ.Χ = 6 μήνες. Άρα 2.000,00 ευρώ Χ 6 μήνες= 12000,00 ευρώ.
3. Συνολικό ετήσιο εισόδημα 12.000,00 ευρώ+12.000,00 ευρώ = 24.000,00 ευρώ.
4. Τα πρώτα 10.000,00 ευρώ φορολογούνται με συντελεστή 9%. Τα δεύτερα 10.000,00 με συντελεστή 22% και τα τρίτα 4.000,00 με συντελεστή 28%. Άρα σύνολο φόρου : 4.220,00 ευρώ.
5. Έκπτωση φόρου χωρις τέκνα. Μέχρι 12.000,00 ευρώ η έκπτωση είναι 777,00 ευρω. Για τα υπόλοιπα 12.000,00 ευρώ η έκπτωση είναι επί (Χ) 2%. Αρα 777,00 ευρώ -240,00 ευρώ = 537,00 ευρώ η συνολική έκπτωση του φόρου.
6. Συνολικός φόρος : 4.220,00 ευρώ – 537,00 ευρώ = 3.683,00 ευρώ
7. Άρα ο φόρος που παρακρατήθηκε από 1/1-31/7 ( παράδειγμα 1) συν Δ.Π συν Ε.Α είναι 143,67 ευρώ Χ 8 μήνες = 1.149,36 ευρώ.
8. Το ποσό παρακρατούμενου φόρου που επιμερίζεται στους 6 μήνες απο 1/8-31/12 συν Δ.Χ ειναι 3.683,00 ευρώ -1.149,36ευρώ = 2.533,64 ευρώ.
9. Ο φόρος που θα πρέπει να παρακρατηθεί τον μήνα Αύγουστο είναι 2.533,64 ευρώ /6 μήνες = 422,27 ευρώ.
Παράδειγμα με extra bonus στο μήνα Σεπτέμβρη:
Έστω ότι η ΑΒ τον μήνα Σεπτέμβρη πήρε bonus 3.000,00 ευρώ. Να υπολογιστεί ο φόρος για τον μήνα Σεπτέμβρη.
1. Καθαρό εισόδημα ( από προηγούμενο παράδειγμα) 21.000,00 ευρώ.
2. Bonus 3.000,00 ευρώ.
3. Νέο ετήσιο εισόδημα : 24.000,00 ευρώ
4. Ο ετήσιος φόρος είναι 4.220,00 ευρώ ( τα πρώτα 10.000,00 υπολογίζονται με συντελεστή 9% ,τα δεύτερα 10.000,00 ευρώ με συντελεστή 22% και τα υπόλοιπα 4.000,00 ευρώ με συντελεστή 28%).
5. Η έκπτωση φόρου είναι 537,00 ευρώ. Μέχρι 12.000,00 υπολογίζεται έκπτωση 777,00 ευρώ. Για το υπόλοιπο 24.000,00 ευρώ – 12.000,00 ευρώ = 12.000,00 Χ 2% = 240,00 ευρώ. Άρα 777,00ευρώ -240,00 ευρώ = 537,00 ευρώ.
6. Φόρος που παρακρατήθηκε (προηγούμενο παράδειγμα) =3.683,00 ευρώ
7. 4.220,00 ευρώ – 3.683,00 ευρώ = 537,00 ευρώ
8. Ο μηνιαίος παρακρατούμενος φόρος τακτικών αποδοχών είναι 422,27 ευρώ.
9. Το συνολικό ποσό παρακρατούμενου φόρου μηνός Σεπτεμβρίου είναι : 537,00 ευρώ – 422,27 ευρώ = 114,73 ευρώ.
Παράδειγμα υπολογισμού ΦΜΥ από ημερομίσθια:
Ο ΓΔ είναι άγαμος με 10μηνη σύμβαση και λαμβάνει το μήνα ακαθάριστο ημερομίσθιο 80,00 ευρώ. Η πρόσληψη του έγινε 1/5/2021.
Κατά το μήνα Μάιο πραγματοποίησε 15 ημερομίσθια. Από υπερωρίες που έκανε δικαιούται 40,00 ευρώ. Να υπολογιστεί ο Φ.Μ.Υ του Μάϊου:
1. Αμοιβή από ημερομίσθια 15,00 Χ 80,00 = 1.200,00 ευρώ
2. Αμοιβή από υπερωρίες = 40,00 ευρώ
3. Σύνολο αμοιβών : 1.240,00 ευρώ
4. Μειον ΕΦΚΑ (14,12%) – 175,00 ευρώ
5. Kαθαρές αποδοχές Μάϊου 1.065,00 ευρώ
6. Αναγωγή σε ετήσιο εισόδημα: 1.065,00 ευρώ Χ 14 μήνες = 14.910,00 ευρώ
7. Υπολογισμός φόρου. Τα πρώτα 10.000,00 ευρώ υπολογίζονται με συντελεστή 9% τα υπόλοιπα 4.910,00 ευρώ με 22% . Άρα ο συνολικός φόρος είναι 1.980,20 ευρώ.
8. Έκπτωση φόρου : Μέχρι 12.000,00 υπολογίζεται έκπτωση φόρου 777,00 ευρώ, ενώ για τα υπόλοιπα 14.910,00- 12.000,00 = 2.910,00 Χ 2% = 58,20 ευρώ . Άρα : 777,00 ευρώ -58,20 ευρώ = 718,80 ευρώ.
9. Ο συνολικός φόρος είναι 1.980,20 ευρώ -718,80 ευρώ = 1.261,40 ευρώ.
10. Άρα μηνιαίος Φ.Μ.Υ : 1.261,40 ευρώ /14 μήνες =90,10 ευρώ.
Θεωρία για την έκπτωση φόρου :
Έκπτωση φόρου εισοδήματος 777-1.340 ευρώ για μισθωτούς, συνταξιούχους και κατ’ επάγγελμα αγρότες που δεν έχουν προστατευόμενα τέκνα ή έχουν ένα έως τέσσερα προστατευόμενα τέκνα.
Ειδικά για τα ετήσια εισοδήματα μέχρι 12.000 ευρώ από μισθούς και συντάξεις, καθώς επίσης και για τα ετήσια εισοδήματα μέχρι 12.000 ευρώ από αγροτικές δραστηριότητες που αποκτούν οι κατ’ επάγγελμα αγρότες προβλέπεται πλέον έκπτωση φόρου:
* 777 ευρώ, εάν δεν υπάρχουν προστατευόμενα τέκνα.
* 810 ευρώ, εάν υφίσταται ένα προστατευόμενο τέκνο.
* 900 ευρώ, εάν υπάρχουν δύο προστατευόμενα τέκνα.
* 1.120 ευρώ, εάν υφίστανται τρία προστατευόμενα τέκνα.
* 1.340 ευρώ, εάν υφίστανται τέσσερα προστατευόμενα τέκνα.
* επιπλέον 220 ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο από το πέμπτο και πάνω.
Το ισχύον κατά περίπτωση ποσό έκπτωσης φόρου αφαιρείται από τον φόρο, ο οποίος προκύπτει από την εφαρμογή του συντελεστή φόρου 9% στα πρώτα 10.000 ευρώ του ετησίου εισοδήματος και του συντελεστή 22% στο τμήμα του εισοδήματος πάνω από τα 10.000 ευρώ και μέχρι τα 12.000 ευρώ, αν το ετήσιο εισόδημα κινείται μεταξύ των δύο αυτών επιπέδων.
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο φόρος που αναλογεί με βάση τα όσα αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο είναι μικρότερος από την ισχύουσα έκπτωση φόρου, το ποσό της έκπτωσης αυτής περιορίζεται ακριβώς στο ύψος του αναλογούντος φόρου και τον μηδενίζει.
Για όσους από τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους κατ’ επάγγελμα αγρότες έχουν ετήσιο εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ, η ισχύουσα κατά περίπτωση έκπτωση φόρου, όπως προκύπτει σύμφωνα με τα παραπάνω περιγραφέντα, μειώνεται κατά το 2% του πέραν των 12.000 ευρώ τμήματος του ετησίου εισοδήματος.
Άρα για να υπολογίσουμε τον Φ.Μ.Υ πρέπει να :
1. Γνωρίζουμε καλά και να βασιζόμαστε πάνω στην τρέχουσα νομοθεσία (φορολογικοί πίνακες, νομοθεσία για μειώσεις φόρου κλπ)
2. Παίρνουμε σαν δεδομένα τις ακαθάριστες αποδοχές και τις ασφαλιστικές κρατήσεις του εργαζόμενου
3. Κοιτάμε την οικογενειακή του κατάσταση πχ έγγαμος , άγαμος με παιδιά κλπ.
4. Υπολογίζουμε το καθαρό εισόδημα (το μηνιαίο)
5. Το αναγάγουμε σε ετήσιο καθαρό εισόδημα
6. Υπολογίζουμε τον φόρο βάση της κλίμακας
7. Υπολογίζουμε τις μειώσεις φόρου
8. Διαιρούμε δια 14 για να βγάλουμε το μηνιαίο φόρο
9. Προσοχή αν έχει bonus, αλλαγή μισθού κλπ. (βλέπε αντίστοιχο παράδειγμα)
Προθεσμίες υποβολής εντύπων ΕΡΓΑΝΗ
5.1 Κατά την υποβολή των εντύπων του άρθ. 2 και 3 της παρούσας, ισχύουν οι καθοριζόμενες από τις κείμενες διατάξεις προθεσμίες.
5.2 Το ενιαίο έντυπο Ε3 υποβάλλεται το αργότερο την ίδια ημέρα της πρόσληψης και πάντως πριν από την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο. Οι νέοι εργοδότες, οι οποίοι προβαίνουν σε πρόσληψη για πρώτη φορά, και οι εργοδότες που ιδρύουν παραρτήματα με νέες προσλήψεις εργαζομένων, μπορούν να υποβάλουν το έντυπο Ε3 εντός τριών (3) εργασίμων ημερών από την απογραφή στην αρμόδια Υπηρεσία του ΕΦΚΑ.
5.3 Το έντυπο E3.1 υποβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο την ίδια ημέρα της έναρξης απασχόλησης του ωφελουμένου σε προγράμματα κοινωφελούς χαρακτήρα και πάντως πριν από την έναρξη του προγράμματος.
5.4 Σε περίπτωση διακοπής του προγράμματος κοινωφελούς χαρακτήρα του ωφελουμένου πριν τη λήξη αυτού για οποιονδήποτε λόγο, ο επιβλέπων φορέας αναγγέλλει τη διακοπή εντός τεσσάρων (4) εργασίμων ημερών από τότε που αυτή έλαβε χώρα.
5.5 Σε περίπτωση αιτιολογημένης επιμήκυνσης του προγράμματος κοινωφελούς χαρακτήρα, ο επιβλέπων φορέας αναγγέλλει την επιμήκυνση τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη του προγράμματος.
5.6 Σε περίπτωση αλλαγής εργοδότη για την πρακτική άσκηση του ωφελούμενου, ο πάροχος κατάρτισης συμπληρώνει το έντυπο Ε3.2 με τα στοιχεία αλλαγής εργοδότη το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες πριν από την επέλευση της μεταβολής.
5.7 Σε περίπτωση πρόωρης διακοπής του προγράμματος θεωρητικής κατάρτισης, ο πάροχος κατάρτισης συμπληρώνει το έντυπο Ε3.2 με τα στοιχεία της διακοπής τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από τη διακοπή.
5.8 Τα έντυπα Ε3.2 και Ε3.3 υποβάλλονται το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της θεωρητικής κατάρτισης ή πρακτικής άσκησης του ωφελουμένου.
5.9 Σε περίπτωση μεταφοράς ωφελουμένου σε άλλο παράρτημα της επιχείρησης, ο εργοδότης υποβάλλει το έντυπο Ε3.3 με τα στοιχεία παραρτήματος εργοδότη το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες πριν από τη μεταφορά.
5.10 Σε περίπτωση διακοπής ή λήξης πρακτικής άσκησης ωφελουμένου, ο εργοδότης υποβάλλει το έντυπο Ε3.3 το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από το αντίστοιχο γεγονός.
5.11 Σε περίπτωση τροποποίησης ωραρίου ή οργάνωσης χρόνου πρακτικής άσκησης ωφελουμένου, ο εργοδότης υποβάλλει το έντυπο Ε3.3 με τα μεταβληθέντα στοιχεία το αργότερο έως και την ίδια ημέρα τροποποίησης και σε κάθε περίπτωση πριν από την ανάληψη υπηρεσίας από τον ωφελούμενο.
5.12 Τα έντυπα E3.4 και Ε3.5 υποβάλλονται το αργότερο πριν από την έναρξη της μαθητείας ή της πρακτικής άσκησης σπουδαστών/φοιτητών στον χώρο εργασίας.
5.13 Σε περίπτωση διακοπής ή λήξης της μαθητείας ή της πρακτικής άσκησης, ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης υποβάλλει το έντυπο Ε3.4 ή Ε3.5 το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από τη διακοπή ή τη λήξη.
5.14 Σε περίπτωση τροποποίησης της οργάνωσης του χρόνου μαθητείας ή πρακτικής άσκησης, ο νόμιμος εκπρόσωπος υποβάλλει το έντυπο Ε3.4 ή Ε3.5 ως προς τα μεταβληθέντα στοιχεία το αργότερο έως και την ίδια ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου του χρόνου μαθητείας ή πρακτικής άσκησης και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους μαθητευόμενους ή πρακτικά ασκούμενους σπουδαστές/φοιτητές.
5.15 Σε περίπτωση συμπλήρωσης εσφαλμένων στοιχείων στα πεδία των εντύπων Ε3.1, Ε3.2, Ε3.3, ο κατά περίπτωση υπόχρεος υποβάλλει αμελλητί τα έντυπα Ε3.1, Ε3.2 και Ε3.3 (ορθή επανάληψη) συμπληρωμένα με τα ορθά στοιχεία. Σε περίπτωση συμπλήρωσης εσφαλμένων στοιχείων σε πεδία των εντύπων Ε3.4 και Ε3.5, ο κατά περίπτωση υπόχρεος υποβάλλει αμελλητί τα έντυπα Ε3.4 και Ε3.5 (ορθή επανάληψη) μόνο ως προς τα συγκεκριμένα πεδία αυτών στα οποία επιτρέπεται ορθή επανάληψη.
5.16 Το έντυπο Ε4 (Ετήσιος/ Ετήσιος Συμπληρωματικός) υποβάλλεται μία φορά κατά το χρονικό διάστημα 1 Οκτωβρίου έως 31 Οκτωβρίου κάθε έτους.
5.17 Το έντυπο Ε4 (συμπληρωματικός ωραρίου) όταν αφορά σε καταχώριση στοιχείων του Πίνακα Αναπαύσεων ΚΤΕΛ ή του Βιβλιαρίου εργασίας τουριστικών λεωφορείων υποβάλλεται πριν την έναρξη ισχύος του και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζομένους.
5.18 Ο εργοδότης ή ο κατά περίπτωση υπόχρεος υποβάλλει το έντυπο Ε4 συμπληρωμένο μόνο ως προς τα στοιχεία αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας το αργότερο έως και την ίδια ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζομένους.
5.19 Ο εργοδότης υποβάλλει το έντυπο Ε4 συμπληρωμένο μόνο με προς τα στοιχεία της μεταβολής των αποδοχών εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη μεταβολή.
5.20 Τα έντυπα Ε5, Ε6 και Ε7 υποβάλλονται εντός τεσσάρων (4) εργασίμων ημερών από το αντίστοιχο γεγονός.
5.21 Το έντυπο Ε8 υποβάλλεται πριν από την έναρξη πραγματοποίησης της υπερεργασίας ή της νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης. Στοιχεία που αφορούν την υπερεργασία ή τη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση και έχουν καταχωριστεί σε επιτυχώς υποβληθέν έντυπο Ε8 μπορούν να τροποποιηθούν με νέα υποβολή πριν την πραγματοποίηση της αλλαγής.
5.22 Ως ημερομηνία υποβολής των εντύπων θεωρείται η ημερομηνία και ώρα επιτυχούς ηλεκτρονικής καταχώρισης αυτών στο σύστημα με αυτόματη απόδοση στον αποστολέα - εργοδότη μοναδικού αριθμού πρωτοκόλλου.
5.23 Το έντυπο Ε12 υποβάλλεται για το απασχολούμενο προσωπικό επί εκτέλεσης οικοδομικής εργασίας ή τεχνικού έργου, από τους υπόχρεους εργοδότες, όπως αυτοί καθορίζονται στην παράγραφο 4.24 της παρούσας, πριν από την ανάληψη υπηρεσίας του προσωπικού στο έργο και σε κάθε περίπτωση πριν από την έναρξη της ημερήσιας απασχόλησης του εν λόγω προσωπικού.